Την εποχή που… οι άνθρωποι μεταμορφώθηκαν σε λύκους

Ο Εμφύλιος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, όπως τον θυμάται και τον μεταφέρει στο τελευταίο της βιβλίο η Μαρούλα Κλιάφα

 

Της Αφροδίτης Νανάκη

 

 «Είναι πολύ στενάχωρο βιβλίο» ήταν το σχόλιο της κόρης μου όταν τελείωσε «Τη νύχτα που το σκυλί μας μεταμορφώθηκε σε λύκο» της συμπολίτισσας συγγραφέως κ. Μαρούλας Κλιάφα (εκδόσεις Πατάκη).Κι αν είναι στενάχωρο για μια 12χρονη ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε αναγνώστες της ηλικίας της, τι να πουν και οι ήρωές του που η παιδική τους ηλικία στιγματίστηκε απ’ τον Ελληνικό Εμφύλιο;  Έναν πόλεμο με πολλά ακατάληπτα γεγονότα, ιδιαίτερα για όσους τον βίωσαν στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής τους, όπως και η αφηγήτρια.

Τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του εξομολογείται η συγγραφέας από την πρώτη σελίδα: «Για τη συγγραφή του βιβλίου που κρατάς στα χέρια σου, αγαπητέ αναγνώστη, δε χρειάστηκε να συμβουλευτώ κάποιο γραπτό τεκμήριο. Δε βασίστηκα σε βιβλιογραφία ή σε κάποιες παλιές δικές μου σημειώσεις. Απλώς επιστράτευσα τη μνήμη μου. Τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε με έχουν βοηθήσει να αντιμετωπίζω πλέον με νηφαλιότητα όλα αυτά που σημάδεψαν τα παιδικά μου χρόνια».

Χρόνια δύσκολα και τραγικά συνάμα, στην περιοχή της Αγίας Επίσκεψης στα Τρίκαλα, όπου μια παρέα μικρών παιδιών, προσπαθούν να κατανοήσουν και να διαχειριστούν το κλίμα φανατισμού και έντασης στις σχέσεις μεταξύ συγγενών, φίλων και γειτόνων και να ερμηνεύσουν πλειάδα ακαταλαβίστικων λέξεων που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι στις ατέρμονες και μονοθεματικές συζητήσεις τους. «Κατσαπλιάδες», «συμμορίτες», «εθνικόφρονες», «χίτες», «παρακρατικοί», «χαφιέδες», «γερμανοτσολιάς», «εαμοβουλγάρα», «δήλωση νομιμοφροσύνης», «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» κ.α.Έννοιες και γεγονότα, που έμπαιναν ανάμεσα στους ανθρώπους και τους χώριζαν, που εισχωρούσαν βίαια στα παιδικά όνειρα και τις εφηβικές ανησυχίες, μετατρέποντας την ανεμελιά της ηλικίας σε πραγματικό εφιάλτη.

Και μέσα σε όλη αυτή τη δίνη του Εμφυλίου η παιδική ψυχή να διψά για παιχνίδι, να ακουμπά για να ξεκουραστεί στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, να αναζητά εναγωνίως τη χαρά και την ευτυχία που οι μεγάλοι είχαν βαλθεί να εξαφανίσουν από την ζωή τους.

«Θέλω επιτέλους όλα αυτά να τα ξεφορτωθώ από πάνω μου»αναφέρει η κ. Κλιάφαμέσω της ηρωίδας της, της ενήλικης πια Αντριάνας που αποφασίζει να μεταφέρει στο χαρτί όσα έζησε και θυμάται.

«Και δεν φοβάσαι πως ο χρόνος μπορεί να έχει νοθεύσει τη μνήμη σου;  ….Ο χρόνος παραμορφώνει τις αναμνήσεις και τις μετατρέπει σε βεβαιότητες» την προειδοποιεί ο μεγαλύτερος αδελφός της. Εκείνη σπεύδει να τον καθησυχάσει διευκρινίζοντάς του πως η ιστορία που αφηγείται είναι ο Εμφύλιος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. «Και όπως πολύ καλά ξέρεις, τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω τους όπως οι ενήλικες. Γεμίζουν τα κενά δίνοντας δικές τους ερμηνείες, που καμιά φορά μπορεί να είναι και αυθαίρετες. Θα έλεγα πως φτιάχνουν τα δικά τους σενάρια. Για παράδειγμα η δικιά μου ηρωίδα αφηγείται τη δικιά της αλήθεια. …Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα ιστορικό σύγγραμμα, αλλά για ένα κράμα γεγονότων και μυθοπλασίας».

Μυθοπλασία μεν, αλλά με διατυπωμένες ξεκάθαρες θέσειςγια τη σύγκρουση που έμελλε να καταγραφεί ως μία από τις πιο τραγικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας:«Ο Εμφύλιος ήταν ένας πόλεμος παράλογος», «Στον Εμφύλιο ήμασταν όλοι θύματα και ταυτόχρονα θύτες. Μια αλήθεια που ακόμα και σήμερα, εβδομήντα χρόνια αργότερα, αρνούμαστε να την παραδεχθούμε».

Το βιβλίο γράφτηκε σε μια ιδιαίτερη συνθήκη, αυτή του πρώτου κύματος της πανδημίας, σε μια περίοδο εγκλεισμού και ενδοσκόπησης. Δεν είναι τυχαίο που μέσα σ’ αυτή τη χρονική συγκυρία η συγγραφέας ανέτρεξε στα παιδικά της χρόνια ανασύροντας μνήμες που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στο μυαλό και στην ψυχή της. Μνήμες γλυκόπικρες, εμποτισμένες με απίστευτη βία που αφιερώνει«στον κάθε Αγαθοκλή που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του».

Η κόρη μου πάντως με το που έκλεισε το βιβλίο έσυρε τα εξ αμάξης στην Αντριάνα κατηγορώντας την για ότι συνέβη στον Αγαθοκλή σημειώνοντας εμφαντικά πως «εγώ δεν θα άφηνα τον καλύτερό μου φίλο για να πάω σε ένα πάρτι». Τα λέει βέβαια εκ των υστέρων και γνωρίζοντας την δραματική εξέλιξη των γεγονότων.

Σημασία έχει πως οι πραγματικοί φίλοι συγχωρούν και κατανοούν, όπως ο Αγαθοκλής που εμφανίστηκε στον ύπνο της Αντριάνας για να της αφαιρέσει το βαρύ φορτίο της αδικαιολόγητης ενοχής και να της διαμηνύσει πως δεν σκοτώθηκε, αλλά ταξιδεύει στις θάλασσες… «Ξέχασες πως είμαι ναυτικός;».

 

«Θυμάμαι με πολλή συγκίνηση τη χρονιά που κάναμε μάθημα στο ναό του Αγίου Δημητρίου*. Ήταν ένας χώρος υποβλητικός. Μια μυρουδιά λιβανιού και κεριού μέλισσας πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, ενώ το αχνό φως των αναμμένων καντηλιών τρεμόπαιζε δίνοντάς σου μια αίσθηση γαλήνης. «Κάπως έτσι θα είναι στον Παράδεισο» σκεφτόμουνα. Το σκηνικό το συμπλήρωναν την άνοιξη τα τιτιβίσματα των πουλιών που κούρνιαζαν στο μοναδικό δέντρο της αυλής.

Όμως τις βροχερές μέρες του χειμώνα η ειδυλλιακή αυτή εικόνα χανόταν. Το κλίτος βυθιζόταν στο μισοσκόταδο και ο παγωμένος αέρας που έμπαινε από τη σειρά των παραθύρων που βρίσκονταν στην αριστερή πλευρά του πρόναου μας έκανε να τουρτουρίζουμε.

Ο δάσκαλός μας ήταν πολύ αυστηρός. Αν τύχαινε και κάποιο παιδί δεν ήξερε φαρσί το μάθημα, του βίτσιζε την ανοιχτή παλάμη του και ταυτόχρονα του έλεγε: «Ντροπή σου να έρθεις αδιάβαστος. Σε βλέπει και ο Άγιος Δημήτριος».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Άγιος Δημήτριος είχε γίνει το φόβητρο όλων μας. Κάτι σαν μπαμπούλας…».

*Τα σχολεία είχαν επιταχθεί για να στεγάσουν τους εκατοντάδες ξεριζωμένους χωρικούς, τους λεγόμενους «καταδιωκόμενους» ή «ανταρτόπληκτους»

 

 «…..Κι ενώ ετοιμαζόμουνα να τον προειδοποιήσω πως το κολύμπι στο ποτάμι κρύβει θανάσιμους κινδύνους, ξαφνικά έμεινα σύξυλη, γιατί εκείνη ακριβώς της στιγμή ερχόταν από την αντίθετη πλευρά ένας ρακένδυτος άντρας με μια βρόμικη γενειάδα. Κρατούσε με τα δυο του χέρια ένα ξύλινο κοντάρι που στην κορυφή του ήταν καρφωμένο ένα ανθρώπινο κεφάλι.

Το θέαμα ήταν τόσο αποκρουστικό, που βάλαμε και οι δυο ταυτοχρόνως τις τσιρίδες…»

 

 «…Την ώρα μάλιστα που επιστρέφαμε στο σπίτι ένας νεαρούλης έτρεξε πίσω μας και μου πάσαρε ένα ραβασάκι που έγραφε: ΆβριοστιςενιάραντεβούπίσωαπότοιερότηςΑγίαςΦανερομένης.

Το διαβάσαμε στο φως ενός ηλεκτρικού στύλου σκασμένες στα γέλια.

«Τον καημένο. Στην ορθογραφία είναι νούλα» είπε με οίκτο η Βαρβάρα.

«Τι θα κάνεις; Θα πας;» με ρώτησε η Νόρα.

«Φυσικά και όχι» είπα. Και αυτό το όχι το εννοούσα. Δεν είχα καμιά διάθεση να αρχίσω να νταραβερίζομαι με σκράπες».

Σχετικές δημοσιεύσεις