Ο ΩΡΑΙΟΣ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΟΠΟΥΛΟ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ

Η οδός Λιακατά κατεβαίνει από τα ριζά της γλίστρας, ανάμεσα Μπάτοβα και Αϊά, το μεγάλο βράχο των Μετεώρων, και καταλήγει στην πλατεία Δημαρχείου Καλαμπάκας.

Οδός Γρηγόρη Λιακατά 3 . Εδώ μεγάλωσα , εδώ έκανα τους πρώτους μου φίλους. Σ’ αυτό το σπίτι με βρήκε η εισβολή των ανταρτών στην Καλαμπάκα και άκουγα να «πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι.»

Εδώ έμαθα πως στη ζωή υπάρχουν και άλλοι δρόμοι ονειρεμένοι με χρώματα και σχήματα.

**

 

Γρηγόρης Λιακατάς. Ο σταυραετός του Ασπροποτάμου.

 

«Ψιλός, μελαχρινός με μαύρα μάτια .Καστανόξανθα μακριά μαλλιά μέχρι τη μέση, τσιγκελωτό μουστάκι, κατάλευκη φουντωτή φουστανέλα. «Δεν υπήρχε άλλος ομορφότερος άντρας . Σαν αρχαίος Έλληνας».

Καμιά σχέση η προτομή του με τα λεγόμενα του Κασομούλη. Η προτομή του έγινε σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής.

Λένε πως γεννήθηκε στον Κλεινοβό. Οι Κλεινοβήτες το πιστεύουν και αφού το πιστεύουν αυτοί έτσι είναι. Και στο εξής θα λέμε ο Γρηγόρης Λιακατάς γεννήθηκε στον Κλεινοβό Καλαμπάκας.

Η επανάσταση άρχισε στον Ασπροπόταμο τον Ιούλιο του 1821 με τους οπλαρχηγούς Γρηγόρη Λιακατά . Ν. Στουρνάρη και Γιωργάκη Βελή από τα Άγραφα.

Η λαϊκή μούσα ζει και πορεύεται με τα λαϊκά παλικάρια.

―Μην είδατε τον Λιακατά, τον καπετάν Γρηγόρη;

―Αητέ μ’, αυτός δεν είν’ εδώ, εδώ μην τον γυρεύεις,

μόν’ πέτα προς τ’ Αντελικό και πέρασε στον Πόρο,

κι εκεί θα βρεις πολλά κορμιά, σφαγμένα, σκοτωμένα.

Κι όποιο είναι πιο λεβέντικο και ξανθομουστακάτο

εκείνο είναι το κορμί τού καπετάν Γρηγόρη.»

 

**

 

Ο Γρηγόρης Λιακατάς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Άφησε στον Ασπροπόταμο τον πεθερό του Ν. Στουρνάρη και έτρεξε να βοηθήσει το Πολιορκημένο Μεσολόγγι όπου στη μάχη έχασε το ένα του μάτι .

«-Αυτός πήγε και κλείσθηκε στο δόλιο Μεσολόγγι,

μας είπαν πώς λαβώθηκε στο δεξί το μάτι,

και λέν πώς δεν θα ξαναρθεί ,πως δεν θα τον ξαναδούμε»

Ανέβηκε ξανά στον Ασπροπόταμο να γιάνει την πληγή του.

Η ελληνική κυβέρνηση εκτιμώντας την αντρεία του και τους αγώνες που έκανε για την ελευθερία της πατρίδας από χιλίαρχο τον έκαμε στρατηγό.

Ένα χρόνο αργότερα στις 28-2-1822 ο Λιακατάς σκοτώθηκε πολεμώντας στο Αιτωλικό.

Η γυναίκα του, η Βαγγελιώ, κόρη του καπετάν Στουρνάρη πέθανε πάμφτωχη χωρίς καμιά βοήθεια από το κράτος.

Η λαϊκή μούσα μας λέει πως έμαθε η Βαγγελιώ το θάνατο του Λιακατά.

Στης Βαγγελής τα γόνατα πουλάκι πάει και κάτσε.

―Πες μας, πουλί μ’, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι.

―Τι να σου πω, κυρούλα μου, ξέρω κακό χαμπέρι.

Εχθές, οπού επέταγα, εχθές, οπού πετούσα,

άκουσα πως βαρέθηκε ο καπετάν Γρηγόρης.

Τον κλαιν τα όρη, τα βουνά, τον κλαιν κι οι βρυσοπούλες.

Τον κλαίνε και στον Κλεινοβό οι καπετανοπούλες»

 

**

 

Εκεί, Στο Αιτολικό ο Γρηγόρης Λιακατάς πριν την σύγκρουση τους μάζεψε και τους είπε: « “Εμείς οι λίγοι όπου βρεθήκαμε εδώ θα βαστάξουμε ετούτη την ντάπια και αν ο Θεός βοηθήσει και νικήσουμε το νάμι (τιμή) είναι δικό μας. Μιντάτι (βοήθεια), δεν καρτεράμε από πουθενά».

 

**

 

Στη μάχη του Ντολμά εκτός από τον Γρηγόρη Λιακατά σκοτώθηκαν και όλοι του οι συγγενείς, κάπου 39 στο σύνολο, με αποτέλεσμα η οικογένειά του να ξεκληριστεί.

200 χρόνια μετά το θάνατο του ωραίου του Άσπροποτάμου Το Αιτωλικό και η γενέτειρα του, Κλεινοβός «αδελφοποιήθηκαν».

 

**

 

Τα μοιρολόγια πάνω στα Ζαγοροχώρια και στην περιοχή του Ασπροποτάμου τραγουδιούνται σε όλα τα πανηγύρια και έχουν μεγάλη απήχηση. Εκεί ο τραγουδιστής δείχνει όλη την γκάμα της φωνής του. Το ωραιότερο μοιρολόγι με την ανεπανάληπτη ερμηνεία από τον Αλέκο Κιτσάκη.

 

Βγήκα ψηλά και πλάγιασα

 

«Βγήκα ψηλά γιε μου

και πλάγιασα

αχ σε πέτρα γιε μου

σε λιθάρι…

και εκεί ήταν μνήμα γιε μου

κλέφτικο, αχ θαμμένο , μωρέ παλληκάρι.

και ακούω το μνήμα γιε μου

να, βογκά, αχ βαριά, ν’ αναστενάζει…

Αχ πάρε αδερφέ μου , το κορμάκι μου,

Αχ και θαψ’ το , στο χωριό μας.»

 

**

 

Βράδιασε στην Καλαμπάκα. Ο ήλιος σιγά-σιγά έγειρε πίσω από τη Μπάμπα. Πλάγιασε στον Ασπροπόταμο με τα άλλα παλικάρια περιμένοντας να έρθει το πρωί. Εγώ παρατηρητής του ονείρου και του θαύματος χάνομαι βαθειά στα βάσανα των άλλων και « κλαίω απαρηγόρητα».

 

**

 

12 ΑΥΓΟΥΤΣΤΟΥ 1948 ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΛΙΑΚΑΤΑ Ο ΗΛΙΟΣ ΒΓΗΚΕ ΛΑΜΠΕΡΑ ΑΘΩΟΣ

 

Αύγουστος του 1948. Πέρασαν εκατόν είκοσι επτά χρόνια (127) από τη μέρα που ο Γρηγόρης Λιακατάς ξεκίνησε από τον Ασπροπόταμο να πάει να πολεμήσει στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.

Το βράδυ αυτό ήρθε ανήσυχο και σκέπασε με τρόμο την οδό Λιακατά.

Την άλλη μέρα ξημέρωσε. Ο Ήλιος βγήκε όπως πάντα στην ώρα του , λες και δεν συνέβη τίποτα.

Εδώ δεν είναι Αιτωλικό, εδώ δεν είναι Ντάπια.Εδώ σκοτώνονται Έλληνες με Έλληνες.

Στις 12 Αυγούστου του 1948 ο δρόμος άλλαξε όψη. Ο ήλιος έκαιγε λαμπερά ΑΘΩΑ.

 

**

 

«Οι δυνάμεις του ΔΣΕ εκκίνησαν από την Ασπροκκλησιά Χασίων στις 10 Αυγούστου και την επόμενη ημέρα, 11. έχοντας καταλάβει στρατηγικά υψώματα γύρω από την Καλαμπάκα επιτέθηκαν στην πόλη και εισήλθαν σε αυτή τις νυχτερινές ώρες. Τις πρωινές ώρες της 12ης Αυγούστου ο ΔΣΕ αποχώρησε από την Καλαμπάκα. «Άφησαν δυο νεκρούς,(1) και δυο κοπέλες που αποσκίρτησαν»..

Στρατολόγησαν περισσότερους από 200 πολίτες, αν και λίγες ημέρες αργότερα περίπου 50 εξ αυτών αφέθηκαν ελεύθεροι». (2)

 

**

 

Δειλά–δειλά αρχίσαμε όλοι να βγαίνουμε. Θέλαμε να δούμε.

Δίπλα μας, στο σπίτι με τα κόκκινα τούβλα, στεγάζονταν η Χωροφυλακή με διοικητή τον διαβόητο Αντυπάτη. Το βράδυ αυτό φύγαμε από το σπίτι. Στριμωχθήκαμε όλοι στο υπόγειο της Λούλας Λιάπη απέναντι από το σπίτι μας.

Έβλεπαν τους αντάρτες στα γύρω υψώματα και είχαν τρομοκρατηθεί. Περίμεναν πως θα έμπαιναν να καταλάβουν την Καλαμπάκα, να σφάξουν, να βιάσουν, και να κρεμάσουν. Είχαν διπλασιάσει τις σκοπιές από τα περάσματα. Οι αντάρτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα. Πέρασαν δίπλα από τις σκοπιές ,κάποιες τις είχαν εγκαταλείψει, χωρίς να συναντήσουν κάποιο πρόβλημα. Συνέλεξαν τρόφιμα, στρατολόγησαν πολίτες και έφυγαν ανενόχλητοι.

Γύρω από τη Χωροφυλακή είχαν ανοίξει ένα χαντάκι που συγκοινωνούσε με τα δυο πολυβολεία και εκεί είχαν οχυρωθεί οι χωροφύλακες.

Οι αντάρτες είχαν φτάσει 20-30 μέτρα κοντά στα πολυβολεία της χωροφυλακής και είχαν φτιάξει μικρά οχυρώματα με πέτρες.

Ένα παράτολμο ανταρτόπουλο είχε φτάσει πολύ κοντά στο πολυβολείο, λαβώθηκε βαριά και έπεσε μέσα στο χαράκωμα. Ψυχορραγούσε.

Μια σταλιά παιδάκι. Μόλις ακούγονταν μια δυο λέξεις ανάμεσα στα βογγητά. Μαζευτήκαν οι Μανάδες τις γειτονιάς. Λέγανε πάει το καημένο το παιδάκι. Αχ η δόλια η μάνα του. Εγώ πίσω από τις γυναίκες κοιτούσα τρομοκρατημένος μεγαλώνοντας πρόωρα.

Ένας χωροφύλακας, ψηλός, μαυριδερός με μεγάλο παχύ μουστάκι κάνοντας επίδειξη του ανδρισμού του μπροστά στις γυναίκες, χτύπησε δυνατά με ένα σίδερο στο κεφάλι το αναίσθητο ανταρτόπουλο στρίβοντας το μουστάκι του με αυταρέσκεια.

Ακούστηκε ένα ωχ!! και μετά μια ξεψυχισμένη φωνή. Παλιό φασίστα !

Αυτό ήτανε! ένα δεύτερο δυνατότερο χτύπημα και το σώμα έμεινε ακίνητο σε μια λήθη αιώνια σπλαχνική.

Οι γυναίκες σαν ένοχή υψηλής ευκρίνειας σκόρπισαν τρομαγμένες αναρωτώμενες ,σε τι κόσμο φέρανε τα παιδιά τους. Η κυρά Μαργάρινα οργισμένη σαν μαινόμενη Κλυταιμήστρα φωνάζει: «Τι το χτυπάς το παιδί αφού είναι πεθαμένο;».

Κάτι κουνήθηκε στο σύμπαν. Μια ψιλή ρωγμή άνοιξε στο θόλο του ουρανού, και από εκεί η επίγεια ζωή του χάθηκε στο σύμπαν . Εκεί που δεν έχει αντιπαλότητες και διεκδικήσεις.

Δυο χελονοφάϊδες κάμανε κύκλους πάνω από τον μεγάλο βράχο της Καλαμπάκας, την Αϊά. Φτάνανε μέχρι πέρα την Αγία Τριάδα, και όσο κάμανε κύκλους όλο και πιο ψηλά ανεβαίνανε. Παρατηρούσαν τον κόσμο τούτον με απορία, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν το μίσος που υπάρχει κάτω στους ανθρώπους.

Ένα ανταρτόπουλο έμεινε πίσω. Ήθελε να παραδοθεί. Ζάρωσε δίπλα στην πέτρα κάτω από τον Μπάτοβα, πάνω από τη σημερινή παιδική χαρά, και περίμενε να φέξει. για να παραδοθεί. Δεν τον άφησαν όμως, τον ήθελαν νεκρό, τον πυροβολούσαν συνέχεα.

Αυτός κουνούσε ένα άσπρο μαντήλι ,αλλά οι «Μάηδες» διψούσαν για αίμα. Έλεγαν «λέει ψέματα δεν θέλει να παραδοθεί..».

Ο κόσμος γύρω παρακολουθούσε με αγωνία.

Κατά το μεσημέρι κύκλωσαν τον βράχο και τον εκτέλεσαν . Αυτοί ήταν η ομάδα του Μπάκουλη. Αρματωμένοι σαν ρομπότ έκαναν κουμάντο και τρομοκρατούσαν τη γύρω περιοχή με τις ευλογίες βέβαια του κράτους.

Οι δυο κοπέλες που παραδόθηκαν κακοποιήθηκαν βάρβαρα, τις τραβούσαν από τα μαλλιά, τις κλοτσούσαν και τις έβριζαν χυδαία οι αδερφοί Θανάσης και Κώστας . Ρ..( Σ.Σ αυτόπτης μάρτυρας ο συγγραφέας του άρθρου.)

Η Φανή Ιωνά που στρατολογήθηκε από τους αντάρτες εκείνο το βράδυ από την Καλαμπάκα γράφει στο βιβλίο της (Λέγαμε μεταξύ μας ότι αν επρόκειτο να παραδοθούμε έπρεπε να το κάνουμε στους φαντάρους . Αυτοί δεν θα μας πείραζαν . Ποτέ στους παραστρατιωτικούς..ποτέ στους Μάηδες και στους Λοκατζήδες..)

 

**

 

Ένα από τα ωραιότερα παραδοσιακά τραγούδια. παρουσιάστηκε το 1977 από την Κρατική τηλεόραση την ΕΡΤ. Έφερε τόση αναστάτωση στο κυβερνών κόμμα που απείλησε να ρίξει την κυβέρνηση γιατί στο τραγούδι αναφέρθηκε η λέξη «Ανταρτόπουλα»

 

Παιδιά της Σαμαρίνας

 

«Εσείς Μωρέ παιδιά Ανταρτόπουλα

Εσείς ανταρτοπαίδια Μωρέ παιδιά καημένα.

Εσείς ανταρτοπαίδια και ας είστε λερωμένα.

Και αν πάτε πάνω στα ψηλά βουνά

Κατά τη Σαμαρίνα Μωρέ παιδιά καημένα

Κατά τη Σαμαρίνα και ας είστε λερωμένα.

 

Και αν σας ρωτήσει

Μωρέ η μάνα μου

Η δόλια αδερφή μου

Μωρέ παιδιά καημένα

Η δόλια αδερφή μου

Και ας είστε λερωμένα

 

Ορέ μην πείτε πως σκοτώθηκα Να πείτε πως εχάθκα

Μωρέ παιδιά καημένα Να πείτε πως εχάθκα

Και ας είστε λερωμένα». (3)

 

**

 

ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ: 13 Αυγούστου 1948

Την άλλη μέρα της αποχώρησης των ανταρτών από την Καλαμπάκα, υπήρχε μια κουφόβραση, μια ανησυχία, κάποιοι κλειστήκανε στα σπίτια τους και άλλοι κρυφτήκαν στα χωράφια τους. Άρχισαν οι προσαγωγές στη χωροφυλακή .Από το κρατητήριο της χωροφυλακής ακούγονταν φωνές. Μια μουντή ανάσα γεμάτη φόβο σηκώθηκε στον αέρα . Πέρασε από τις χαραμάδες των σπιτιών ,απλώθηκε στους τοίχους και έμεινε εκεί σαν άδεια κορνίζα. περιμένοντας «να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση».

Ένας από «Αυτούς» τους κυνηγούς κεφαλιών, σεργιανούσε στο κεντρικό δρόμο, στην οδό Τρικάλων, πάνω κάτω με ένα κεφάλι αντάρτη στα χέρια του .Το κρατούσε από τα μαλλιά και το έδειχνε δεξιά και αριστερά . Ήθελε να σιγουρευτεί ότι το είδανε όλοι για να εισπράξει την αμοιβή της επικήρυξης.

Άρχισε να φυσάει ένας απαλός αέρας από την ποταμιά. Περνώντας μέσα από την οδό Τρικάλων σφύριζε μελωδικά σαν θεϊκό μνημόσυνο.

Οι Έλληνες κάμαμε τα πιο ωραία , αλλά και τα χειρότερα επίσης.

 

Σώτος Αλεξίου γλύπτης. Αύγουστος 2022

 

 

  1. Ένα Ανταρτόπουλο βαριά πληγωμένο χαροπάλευε μέσα στο χαράκωμα της Αστυνομίας . Τον εκτέλεσε ο Χωροφύλακας .με μια σιδερόβεργα.
  2. Βασίλειος Καλόγηρος στην Μεταπτυχιακή Διπλωματική του Εργασία.
  3. ΕΡΤ 1977: Το τραγούδι έχει πολλές εκτελέσεις, αυτή είναι η ωραιότερη με τον Γ. Νταλάρα από την εκπομπή του Γ. Παπαστεφάνου.

 

Βιβλιογραφία.

1) http://www.kolivas.de/archives και trikalaview.gr

2) Κασομούλης, Νικόλαος. «Γιάννης Βλαχογάννης».

3) Βλιώρας, Σπυρίδων. «Γρηγόρης Λιακατάς: ο φιλόπατρις Κλεινοβίτης

4) Καλλιώρας, Γεώργιος. Σταυραετός…Σύλλογος Σαρακατσαναίων. Γρηγόρης Λιακατάς

5) Βικιπαίδεια.

 

Γράφει ο Σώτος Αλεξίου

Γλύπτης.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις