Κώστας Σκρέκας για ΔΕΗ: Το Δημόσιο θα λαμβάνει τις στρατηγικές αποφάσεις

Το Ελληνικό Δημόσιο θα παραμείνει βασικός ρυθμιστής στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων, με δικαιώματα καταστατικής μειοψηφίας στη ΔΕΗ, επισημαίνουν από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) με αφορμή την αύξηση κεφαλαίου και τον περιορισμό της συμμετοχής του Δημοσίου στο 34%.

Σε σχετικό ενημερωτικό σημείωμα, στο ΥΠΕΝ τονίζουν πως ταυτόχρονα η ΔΕΗ θα χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια της αύξησης και τη στήριξη των νέων θεσμικών επενδυτών που θα μπουν στο μετοχικό της κεφάλαιο για να καταστεί περιφερειακή δύναμη στην αγορά ενέργειας. Επίσης, με τα νέα κεφάλαια θα ενισχύσει την παρουσία της στην πράσινη ενέργεια και θα στηρίξει την προσπάθεια για βελτιωμένες υπηρεσίες, χαμηλότερου κόστους στους καταναλωτές.

Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα του ΥΠΕΝ:

 

– Γιατί η ΔΕΗ καταφεύγει σήμερα στην αύξηση κεφαλαίου;

Από το 2001 η ΔΕΗ είναι μια πολυμετοχική εταιρεία με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Μέχρι και το 2011 το Ελληνικό Δημόσιο είχε ποσοστό στο μετοχικό της κεφάλαιο ελαφρώς άνω του 51%, ενώ άλλο 3,5% έχει ο ΕΦΚΑ/ΙΚΑ. Από το 2011-12 ένα ποσοστό 17% του μετοχικού της κεφαλαίου έχει μεταβιβασθεί από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, με σκοπό να πωληθεί σε επενδυτή και τα έσοδα να διατεθούν για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Μετά την ίδρυση του «Υπερταμείου» το 2016, το Δημόσιο μεταβίβασε και το υπόλοιπο 34% του σε αυτό.

Στη διάρκεια της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΕΗ αντιμετώπισε πολύ μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, χαμηλή κερδοφορία (και ζημιές) και με την τιμή της μετοχής να κατρακυλά έως και τα 1,19 (στις 20/11/2018), με διακύμανση 1,3-1,4 ευρώ μέχρι τις Ευρωεκλογές του 2019.

Η κατάσταση αυτή άρχισε να αντιστρέφεται από το 2019 με λογιστικά κέρδη -σημαντικά- το 2020.  Ήδη, ωστόσο,  το μεγαλύτερο -για δεκαετίες- πλεονέκτημα που είχε η ΔΕΗ, το χαμηλό κόστος καύσιμης ύλης (λιγνίτης)  έγινε πλέον μειονέκτημα. Και η ΔΕΗ πρέπει να επενδύσει σε πάρα πολλές κατευθύνσεις,  πάνω από 5 δισ., για την επόμενη πενταετία. Με αυτά τα δεδομένα  η άντληση ιδίων κεφαλαίων -όχι δανεικών, που συνοδεύονται και από βάρη και εγγυήσεις- μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου είναι η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή.

Η  Κυβέρνηση και η διοίκηση της ΔΕΗ επιλέγουν την άντληση κεφαλαίου μέσω χρηματιστηρίου, με διασπορά αγοραστών και τελική επιλογή της ΔΕΗ ώστε να διασφαλιστεί με τον τρόπο αυτό ο ακόμα μεγαλύτερος έλεγχος των συμφερόντων του Δημοσίου ως μεγαλύτερου μετόχου της εταιρείας. Είναι συνειδητή επιλογή η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου να γίνει με διεύρυνση της κεφαλαιακής βάσης της εταιρείας, μέσω ξένων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθεσμης τοποθέτησης, καθώς και η περαιτέρω απεμπλοκή της ΔΕΗ από τους περιορισμούς και την έλλειψη ευελιξίας του Δημοσίου.

 

– Τι απαντάτε στους ισχυρισμούς ΣΥΡΙΖΑ για «ξεπούλημα» της ΔΕΗ;

Ούτε ξεπούλημα είναι, ούτε καν πώληση. Αν γινόταν πώληση, όπως προέβλεπε το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ, τα έσοδα θα πήγαιναν στους δανειστές για το δημόσιο χρέος και όχι στη ΔΕΗ. Τώρα τα λεφτά μπαίνουν στην εταιρεία και αυξάνουν την αξία της, ενώ  αν πουλιόταν το 17% των μετοχών, η αξία της εταιρείας δεν θα αυξανόταν, καθόλου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά καταγγέλλει τον εαυτό του διότι είναι η δική του Κυβέρνηση που είχε αποφασίσει την πώληση του 17% της ΔΕΗ. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το θεωρούσε ξεπούλημα; Αν κάποιος ξεπουλούσε τη ΔΕΗ ήταν η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που απαξίωσε την επιχείρηση, και  τη μετοχή της, την οδήγησε σε επιζήμιες δεσμεύσεις και την έφτασε ένα βήμα πριν την χρεοκοπία, όπως έλεγε η ίδια η έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή της εταιρείας τον Απρίλιο 2019.

Επιπλέον  δεν παραχωρείται το μάνατζμεντ. Και βέβαια δεν πρόκειται για «ξεπούλημα» γιατί, από αν κάποιος ήθελε να «ξεπουλήσει» δεν θα επέλεγε να βγει στην αγορά με τη σημερινή χρηματιστηριακή τιμή μετοχής, θα έβγαινε όταν ειχε 4 ή 5 ευρώ.

– Υποστηρίζεται από την Αντιπολίτευση ότι η Κυβέρνηση «ξεπουλά» τη ΔΕΗ επειδή βιάζεται να προχωρήσει στην απολιγνιτοποίηση. Για ποιο λόγο προχωρά βιαστικά, ενώ άλλες χώρες έχουν πάρει παράταση;

Η απολιγνιτοποίηση συνιστά στρατηγική επιλογή της χώρας, για λόγους οικονομικούς και περιβαλλοντικούς. Η Ελλάδα θέλει να είναι πρωταγωνίστρια στον αγώνα κατά της κλιματικής κρίσης  και πρωταγωνίστρια στην εποχή μιας νέας, πράσινης και βιώσιμης ανάπτυξης, στην οποία προσανατολίζεται όλη η Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν έχει πετρέλαιο, ούτε φυσικό αέριο. Έχει αέρα, έχει ήλιο και είναι φυσιολογικό εκεί να επενδύει ώστε να μειώσει την εξάρτησή της. Και για περιβαλλοντικούς και για οικονομικούς λόγους.

Από εκεί και πέρα, η ΔΕΗ θα είχε μεγαλύτερες ζημιές αν δεν είχε ήδη περιορίσει την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη. Το 2018 και το 2019 η ΔΕΗ εμφάνιζε τις ζημίες και λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Τότε μάλιστα τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων βρίσκονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πέριξ των 25 ευρώ ο τόνος. Στα τέλη Αυγούστου 2021 η τιμή των ρύπων είχε φτάσει τα 61 ευρώ ανά τόνο. Αν η ΔΕΗ δεν είχε εγκαταλείψει το λιγνίτη το κόστος για την επιχείρηση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο! Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης ότι η αύξηση των τιμολογίων οφείλεται στην «βιασύνη» της Ελλάδας να εγκαταλείψει το λιγνίτη, είναι απολύτως λανθασμένος. Χρησιμοποιώντας λιγνίτη, το κόστος για την εταιρεία λόγω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπου  είναι μεγαλύτερο.

Σχετικές δημοσιεύσεις