Βασίλης Σδούκος: Ο Μητροπάνος έχει καταταγεί στο Πάνθεον της ελληνικής μουσικής

«Η ψυχή ήταν αυτό που έκανε ξεχωριστό και μοναδικό τον αξέχαστο ερμηνευτή»

 

«Κάποιο Σάββατο» είναι ο τίτλος του νέου τραγουδιού του γνωστού μουσικού-ερμηνευτή κ. Βασίλη Σδούκου, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από την δισκογραφική εταιρεία Aspect4music, μέλος του Ομίλου MC Kopelouzos.

Αυτό το υπέροχο τραγούδι, ήρθε για να μας θυμίσει κάποιες στιγμές και πρόσωπα που αγαπήσαμε, όπως ο αξέχαστος Τρικαλινός ερμηνευτής Δημήτρης Μητροπάνος. Την μουσική έγραψε ο κ. Βασίλης Σδούκος, τους στίχους ο κ. Γιάννης Άννινος, ενώ την ενορχήστρωση ανέλαβε με μεγάλη επιτυχία ο καταξιωμένος συνθέτης κ. Βαγγέλης Βασιλείου. Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν μια καλή αφορμή για να μιλήσω με τον κ. Σδούκο για την αξιόλογη πορεία του στο λαϊκό τραγούδι και τις σκέψεις του για την μουσική γενικότερα.

 

Συνέντευξη στον συνεργάτη μας Χάρη Μαντέλλο

 

Ερ: Νέο τραγούδι σας κ. Σδούκο με τίτλο «Κάποιο Σάββατο» με αναφορά στον μεγάλο Τρικαλινό τραγουδιστή Δημήτρη Μητροπάνο. Πείτε μας λίγα πράγματα για το πώς γράφτηκε και την άποψή σας για τον αξέχαστο ερμηνευτή.

 

Απ: Το «Κάποιο Σάββατο» είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε με πολύ σεβασμό και αγάπη, σαν αφιέρωμα σε δύο μεγάλες μορφές. Τον Μανώλη Χιώτη και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Για τον Δημήτρη Μητροπάνο εάν έχω να πω κάτι, αυτό είναι πως έχει μιλήσει γι’ αυτόν προ πολλού η ίδια η ιστορία και τον έχει κατατάξει στο Πάνθεο. Στις μέρες μας που η τεχνολογία μπορεί να παράξει και να αντιγράψει τα πάντα, εάν θα μπορούσαμε θεωρητικά με κάποιον υπερ-υπολογιστή να κάνουμε την αναπαραγωγή ενός τραγουδιού του με κατασκευασμένη πανομοιότυπα την φωνή του, ακόμη και την χροιά να πω, παρ’ όλα αυτά το τραγούδι εκείνο δεν θα ήταν Μητροπανικό, γιατί απλά θα έλειπε η ίδια η ψυχή του Δημήτρη Μητροπάνου. Εκείνη η ευαίσθητη ψυχή που μας έκανε να κλάψουμε και να χορέψουμε. Εκείνη η ατίθαση ψυχή που κοιμάται κι ονειρεύεται «σε μια στοίβα καλαμιές» μα ζητάει ταπεινά συγνώμη που «δεν καταλαβαίνει τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί».

 

Ερ: Να πάμε στην δική σας καριέρα. Πότε και πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στην μουσική;

 

Απ: Το μουσικό μου ταξίδι ξεκινάει το 1980 όπου οι γονείς μου μετακόμισαν στο Βόλο, εσωτερικοί μετανάστες. Στο χωριό δύσκολα τα πράγματα στον τομέα της επιβίωσης. Εκείνοι ήταν στη Γερμανία πέντε χρόνια, επιστρέψανε στο χωριό το 1977 και μετά από τρία χρόνια καταλήξαμε στο Βόλο. Εγώ μεγαλωμένος στο χωριό είχα τρέλα με τον παππού μου που μεγάλωσα ο οποίος είχε πρόβατα. Φεύγοντας από το περιβάλλον αυτό και πηγαίνοντας σε μια πόλη άγνωστη, από τον καημό μου που δεν άκουγα κουδούνια αποφάσισα να πάω να μάθω μπουζούκι. Και σιγά σιγά αφού πέρασα από όλα τα μαγαζιά του Βόλου και γενικώς της Θεσσαλίας, μετά από δέκα χρόνια κατέληξα στην Αθήνα για ένα καινούριο ξεκίνημα. Εκεί πλέον αποφάσισα να διευρύνω τις γνώσεις μου, να ασχοληθώ και με το τραγούδι εκτός από τη σύνθεση και το μπουζούκι. Οπότε μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας στις μεγάλες πίστες με διάφορα ονόματα, το 2004 έκανα το ξεκίνημά μου με τον πρώτο προσωπικό δίσκο «ΘΑΥΜΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» ως τραγουδοποιός, και συνεχίζω μέχρι σήμερα.

 

Ερ: Γεννηθήκατε στη Λυκόραχη Κόνιτσας. Ένα παιδί που ζει στην επαρχία πιστεύετε ότι έχει την δυνατότητα να μάθει μουσική και να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτή μένοντας στον τόπο που μεγάλωσε;

 

Απ: Δυστυχώς στην επαρχία και συγκεκριμένα σε κάποια μέρη μακριά από αστικά κέντρα δεν υπάρχει δυνατότητα να ασχοληθεί ένα παιδί με την τέχνη στο πολιτιστικό κομμάτι και κυρίως με τη μουσική όπως και με το θέατρο ή τον αθλητισμό. Δυστυχώς δεν υπάρχουν δομές να αναπτύξει κανείς δραστηριότητα στο κομμάτι της μουσικής παρά μόνο ελάχιστα και αυτό σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

 

Ερ: Έχετε συνεργαστεί με πολλά και γνωστά ονόματα τραγουδιστών. Ποιες από τις συνεργασίες σας ξεχωρίζετε και γιατί;

 

Απ: Μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές οι συνεργασίες μου ήταν καλές με πολλούς και διάφορους καλλιτέχνες, μια πολύ ωραία συνεργασία ήταν με το Φίλιππο Νικολάου, πρόκειται για εξαιρετικό άνθρωπο και καλλιτέχνη με ήθος και αξιοπρέπεια.

 

Ερ: Μπορούν να δημιουργηθούν φιλίες μέσα στον χώρο της μουσικής όπου φαντάζομαι ότι από κάποιους θα υπάρχει ανταγωνισμός για την καθιέρωσή τους;

 

Απ: Η καθιέρωση του καθενός πιστεύω ότι θα έπρεπε να γίνεται με συστηματική δουλειά πάνω στο αντικείμενό του κι όχι με πλάγιους τρόπους, δυστυχώς όμως η αδικία δεν έπαψε ποτέ να βασιλεύει. Εγώ στο δικό μου δρόμο δεν αδίκησα ποτέ κανέναν, αντιθέτως πιστεύω ότι αν μπορώ να βοηθήσω θα το κάνω. Το θέμα είναι να μπορείς να αφήσεις ένα λιθαράκι σ’ αυτό το χώρο. Τώρα για να φτάσεις εκεί που αξίζεις, με αξιοπρέπεια πάντα, πρέπει να είσαι ήρωας. Όσο για φιλίες πιστεύω ότι υπάρχουν και μπορούνε να σταθούν μόνο όταν υπάρχει σεβασμός και εκτίμηση!!!

 

Ερ: Το λαϊκό τραγούδι σε τι φάση θεωρείτε πως είναι σήμερα μετά και την πολύμηνη καραντίνα που ανέστειλε την καλλιτεχνική δραστηριότητα;

 

Απ: Το λαϊκό τραγούδι έχει δεχτεί εδώ και μια εικοσαετία διαρκή πόλεμο, γιατί μέσα σε θέσεις κλειδιά αυτά τα χρόνια δουλεύουν λάθος άνθρωποι, οι οποίοι έχουν χαράξει μια γραμμή με στόχο τον αφανισμό του. Μα πώς μπορεί να γίνει αυτό όταν είναι ριζωμένο στα κύτταρα του Έλληνα. Οπότε όσο και να χτυπήσει η καραντίνα το πολιτιστικό κομμάτι, που ίσως να το αναζητάνε κάποιοι και να είναι ο στόχος τους μέσα από το στημένο παγκόσμιο φαινόμενο που λέγεται κορονοϊος, δε θα τα καταφέρουν. Και πληγωμένο που είναι στις μέρες μας, πάλι είναι θέμα χρόνου να αναστηλωθεί, εξάλλου γι΄ αυτό δουλεύουμε, αυτός είναι ο στόχος και γι΄ αυτό ζητάμε τη στήριξή του από τα μέσα επικοινωνίας.

 

Ερ: Ποια θα είναι τα επόμενα μουσικά σας βήματα; Ετοιμάζετε επί παραδείγματι κάποιες ζωντανές εμφανίσεις;

 

Απ: Πρώτα να είμαστε καλά να καταφέρουμε να μπούμε σε μια φυσιολογική ροή και θα κάνω κάποιες εμφανίσεις ώστε να εκπληρωθεί ένα μέρος που είναι θέμα βιοπορισμού και να μπορέσω να βγάλω προς τα έξω και τα υπόλοιπα τραγούδια που είναι πολύ αξιόλογα, αυτό βέβαια απαιτεί και το ανάλογο οικονομικό βάρος.

 

Ερ: Τι συμβουλή ή προτροπή θα δίνατε σε ένα νέο παιδί που θέλει να ασχοληθεί με την μουσική;

 

Απ: Η συμβουλή μου είναι ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αγαπάνε τη μουσική, να ακούνε και να ασχολούνται με το είδος που εκφράζει τον καθένα ξεχωριστά, η μουσική είναι κάτι το θεϊκό, γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου, αλλάζει τον τρόπο σκέψης και γενικώς τον ηρεμεί. Άρα όλοι ερασιτεχνικά ή από χόμπι, αυτό προέρχεται από τους αρχαίους χρόνους, πρέπει να μαθαίνουν κάποιο μουσικό όργανο. Οι άνθρωποι που ζούσαν απομονωμένοι στα βουνά όπως παράδειγμα οι τσοπάνηδες παίζανε φλογέρα για να ισορροπήσουν τον ψυχισμό τους, να μην αγριέψουν στην ερημιά, μιλάω για εκείνα τα χρόνια. Τώρα για επαγγελματικό προσανατολισμό θεωρώ ότι είναι στις μέρες μας πολύ δύσκολο να το κάνει κάποιος. Δυστυχώς επιβιώνει ένας στους εκατό χιλιάδες, βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος που το πιστεύει και είναι αποφασισμένος να δουλέψει σκληρά δεν πρέπει να κυνηγήσει το όνειρό του…!

 

 

 

Ο στιχουργός Γιάννης Άννινος για το τραγούδι «Κάποιο Σάββατο»

 

«Στην φτωχογειτονιά που μεγάλωσα κι ανατράφηκα, στη δεκαετία του `70, στο ιστορικό Χατζηκυριάκειο των τραγουδιών και των μποέμ τύπων, μπορεί οι άνθρωποι να ήταν απλοί μεροκαματιάρηδες μα είχαν ευκολοχόρταστη ψυχή. Αυτό που περιγράφει το ρεφραίν είναι οι αναμνήσεις μου. Σαββατόβραδα σε πέτρινες αυλές, με τραγούδια του Μανώλη Χιώτη στην αρχή και του Δημήτρη Μητροπάνου λίγο αργότερα. Γνήσια λαϊκά γλέντια ως τα χαράματα.

Οι στίχοι μου είναι ένα αυθεντικό καταπίστευμα αγάπης προς τον Μανώλη Χιώτη με τον οποίον ήμαστε κουμπάροι, ο πατέρας μου είχε βαφτίσει το πρώτο του παιδί την Μαρία, και τον Δημήτρη Μητροπάνο τους οποίους θαύμαζα από πάντα. Μεγάλωσα με τα τραγούδια τους και νοιώθω τιμή να αναφέρομαι σε αυτούς. Πρόκειται για ένα αφιέρωμα ψυχής στη λατρευτή τους μνήμη.

Αυτός είναι και ο λόγος που στο πρώτο κουπλέ όπως και στο μισό ρεφραίν η αναφορά είναι στον Χιώτη.  Η φράση «κι ένα ταξίμι που ’παιζαν τα μαγικά του χέρια», σ` εκείνα τα φοβερά χέρια αναφέρεται.

Το δεύτερο κουπλέ όμως – όπως και στο δεύτερο μισό του ρεφραίν

«θυμάμαι γέλια στην αυλή

του Μητροπάνου τη φωνή

που ράγιζε τους ουρανούς

και βούρκωναν τ` αστέρια»

είναι καθαρά η ευθεία αναφορά στον Μητροπάνο, για τον οποίον όσα κι αν να πει κανείς για την φωνή και τις ερμηνείες του, θα είναι πολύ λίγα μπροστά στο μέγεθος του συναισθήματος που γεννούσε και εξακολουθεί να γεννάει κάθε φορά το κάθε τραγούδι του «Μέγα Μήτσου» όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ.

Εκείνο όμως που κάνει πραγματικά μεταφυσικό τον τρόπο που γράφτηκε αυτό το τραγούδι είναι πως όλα ξεκίνησαν φαινομενικά τυχαία,  πέρσι στις 20 Μαρτίου του 2020, την μέρα που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την γέννηση του Μανώλη Χιώτη.

Ο πολύ καλός μου φίλος – εξαιρετικός τραγουδοποιός από την Κρήτη Κώστας Μιχαήλ Μαρής, μεγάλος λάτρης και προσωπικός φίλος του Δημήτρη Μητροπάνου, με τον οποίον έχουμε μοιραστεί ως «συγκοινωνούντα δοχεία» εμμέτρως τα εσώψυχά μας κυριολεκτικά αμέτρητες φορές, μου έστειλε ένα μήνυμα στο πλοίο που ήμουν μπαρκαρισμένος (είμαι καπετάνιος) γράφοντάς μου «φίλε Γιάννη σήμερα περίμενα από εσένα κάτι για τον Χιώτη, ένεκα της ημέρας».

Αυτή η φράση πυροδότησε τα πάντα!!! Και τότε θυμάμαι πως άκουσα μέσα μου τον πρώτο στίχο «ένα γραμμόφωνο με ξύπνησε χαράματα» και συγχρόνως μέσα στην φαντασία μου ο Χιώτης μα και ο ίδιος ο Μητροπάνος – ένεκα Μαρή, ζωντάνεψαν στην πέτρινη αυλή. Κυριολεκτικά ζούσα όλα όσα περιγράφω. Τίποτε δεν θα είχε συμβεί εάν ο Κώστας Μαρής δεν μου είχε κάνει τότε «αφύπνιση και σύνδεση ψυχικής συνείδησης».

Η συνέχεια είναι πως όταν ολοκλήρωσα τους στίχους έστειλα αμέσως το θέμα στον Βασίλη Σδούκο, με τον οποίο μας ενώνουν πολλά, μα κυρίως ταιριάζουν οι ψυχισμοί μας. Μετά από λίγες ώρες προς μεγάλη μου έκπληξη, έλαβα με απερίγραπτη χαρά το πρωτόλειο του σημερινού τραγουδιού. Ο Βασίλης είναι για μένα ένας αληθινός αλχημιστής που μετέτρεψε τους στίχους αυτούς, μέσα από την μελωδία και τη ερμηνεία του σ` ένα αληθινό αγιοκέρι στην ομορφιά του κόσμου. Ειλικρινά αισθάνομαι ακόμα το ίδιο έντονα, την βαθιά συγκίνηση που μου προκάλεσε εκείνο το πρώτο άκουσμα. Βούρκωσα – ακόμη και τώρα κάθε φορά που το ακούω βουρκώνω και συγκινούμαι.

Έτσι γράφτηκε αυτό το τραγούδι και με αυτό τον τρόπο εγώ ο ίδιος, ο Κώστας Μαρής και ο Βασίλης Σδούκος ως συνθέτης μα πάνω απ΄ όλα με την ανατριχιαστική του ερμηνεία, γίναμε και οι τρεις μας οι «εντολοδόχοι των ΑΠΟ ΠΑΝΩ» μεταλαμβάνοντας από το πάλκο του παραδείσου τους αθάνατους, με αγγελικές πενιές του Μανώλη Χιώτη και την άγια φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου».

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις