Από τον (εμφύλιο) πόλεμο στο ποδόσφαιρο

Η διαδρομή του Θανάση Συνάτκα από την Σλίμνιτσα του Γράμμου, στην Ουγγαρία, στα Τρίκαλα (τον μεγάλο Α.Ο.Τ.) και το Περθ της Αυστραλίας

 

Γράφει ο Σωτήρης Κύρμπας

 

Η ζωή είναι ούτως ή άλλως μια περιπέτεια. Έχει κύκλους και τις περισσότερες φορές αυτή η περιπέτεια είναι επώδυνη, ενώ κάποιες πρόσχαρες αναλαμπές σου δίνουν το κουράγιο να παλέψεις και να συνεχίσεις τον αγώνα ξεπερνώντας μερικές φορές ακόμη και τα όρια των αντοχών σου.

Έχουν καταγραφεί πάντως και περιπετειώδεις ζωές πολύ πιο επώδυνες του κοινού μέσου όρου. Άνθρωποι που βίωσαν απίστευτα τραγικές καταστάσεις (κυρίως λόγω πολέμων) και όμως στάθηκαν στα πόδια τους. Άνθρωποι και εποχές που σε κάνουν να διερωτάσαι “μα πώς τα κατάφεραν;”, που λειτουργούν ως παραδείγματα προς μίμηση όσον αφορά την υπομονή και τις αντοχές που θα πρέπει όλοι μας να έχουμε σε δύσκολες έως πολύ δύσκολες καταστάσεις που μπορεί να μας προκύψουν.

Τούτες τις μέρες δύο συμβάντα (μεταξύ πολλών άλλων που μας ταλαιπωρούν) έχουν προκύψει και με απασχόλησαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό: Το πρώτο είναι οικουμενικό και έχει να κάνει με την ρωσική εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία και το δεύτερο αφορά τον μικρόκοσμό μας στα Τρίκαλα (Θεσσαλίας) με την κακή πορεία της ποδοσφαιρικής μας ομάδας φέτος. Προφανώς το δεύτερο κάθε άλλο παρά σοβαρό πρόβλημα είναι, αλλά στο μυαλό μου ήλθε και “κούμπωσε” με την ιστορία του Θανάση Συνάτκα που σήμερα ζει στο Περθ της Αυστραλίας και που όλοι οι τρικαλινοί τον θυμούνται από την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία στην πόλη μας. Εκείνο ίσως που δεν γνωρίζουν είναι πως αυτή η σταδιοδρομία είχε αφετηρία έναν πόλεμο και μάλιστα τον χειρότερο όλων: Τον εμφύλιο.

Στην ανυπότακτη Σλίμνιτσα

Ο Θανάσης Συνάτκας που ήταν ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά του Ευάγγελου και της Ελένης Συνάτκα το γένος Ρέσσιου γεννήθηκε στην Σλίμνιτσα του ανατολικού Γράμμου. Ένα χωριό που δημιουργήθηκε από την φυγή των ελληνικών πληθυσμών προς τα ορεινά καταφύγια της χώρας κατά τον 16ο αιώνα την περίοδο που τα πεδινά μέρη της Ελλάδας τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά των Τούρκων. Όντως, η Σλίμνιτσα ήταν το πιο απροσπέλαστο χωριό του Γράμμου, που δεν προσκύνησε ποτέ, αν και κατακάηκε (ολοκαύτωμα) από την τουρκική θηριωδία στα 1878, αλλά και αποτέλεσε καταφύγιο-ορμητήριο των καπεταναίων του Μακεδονικού αγώνα κατόπιν.

Μια μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια: Το 1912 η Σλίμνιτσα, όπως και όλα τα γειτονικά Γραμμοχώρια δεν απελευθερώθηκαν του οθωμανικού ζυγού από τον ελληνικό στρατό που προέλαυνε στην Μακεδονία, αλλά είχαν ήδη απελευθερωθεί από τα ντόπια αντάρτικα σώματα των Μακεδονομάχων (του Γιάνκου Κοτρώνη, του Νικολάου Μπέλλου και του καπετάν Σούλιου) πριν ακόμη ο απελευθερωτικός ελληνικός στρατός εισέλθει στην Καστοριά. Την ελευθερία τους οι Σλιμνιτσιώτες και Γραμμοχωρίτες την κατέκτησαν με το σπαθί τους. Δεν τους παραχωρήθηκε ούτε την διαπραγματεύτηκαν ποτέ. Ήταν ένα στοιχείο του ανυπότακτου χαρακτήρα τους που διατηρήθηκε (με παραλλαγές βεβαίως) και στα κατοπινά χρόνια του ελληνικού κράτους.

Εκείνο που κυρίως όμως διατήρησαν απαρέγκλιτα ήταν η μεγάλη εργατικότητά τους, καθόσον γνώριζαν πολύ καλά πώς να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις, χωρίς οικονομική εξάρτηση που είναι η πηγή όλων των άλλων εξαρτήσεων.

Σε αυτό το χωριό και με αυτό το πνεύμα γεννήθηκε και έκανε τα πρώτα του βήματα ο Θανάσης Συνάτκας. Ο πατέρας του Ευάγγελος, Έλληνας γηγενής Μακεδόνας, ήταν εργάτης υλοτόμος επί το πλείστον και είχε μεταναστεύσει για ένα διάστημα την δεκαετία του ’20 στις Η.Π.Α., ενώ κατά καιρούς έρχονταν και στα Τρίκαλα Θεσσαλίας όπου ζούσε ο αδελφός του. Ήταν εργατικός άνθρωπος και μετακινούνταν όπου έβρισκε μεροκάματο. Τα τέσσερα παιδιά του ήταν ο Παντελής (γεννηθείς το 1921), ο Παύλος (1927), ο Σταύρος (1930) και ο Θανάσης (1939).

Ο πόλεμος…

Ο τελευταίος ήταν μωρό ακόμη όταν ο πόλεμος κτύπησε και πάλι τα χωριά τους, αυτή την φορά από την μεριά της Ιταλίας (Αλβανίας) που όπως είναι γνωστό εισέβαλε το 1940 στην χώρα μας. Εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι πως οι πρώτοι βομβαρδισμοί των Ιταλών σε ελληνικά χωριά έγιναν το πρωινό της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου στα Γραμμοχώρια με σκοπό να ξεγελάσουν τις ελληνικές δυνάμεις όσον αφορά τον κύριο στόχο της επίθεσής τους που ήταν στο Καλπάκι της Ηπείρου. Αποτέλεσμα των βομβαρδισμών ήταν να σκοτωθούν δύο άμαχοι (στην Σλίμνιτσα και στο γειτονικό Μονόπυλο), ενώ και το παρακείμενο Γιαννοχώρι υπέστη σοβαρές καταστροφές.

Ο κανόνας πως οι άμαχοι είναι οι πρώτοι που πληρώνουν το τίμημα ενός πολέμου επιβεβαιώθηκε (και συνεχίζει να επιβεβαιώνεται) ακόμη μία φορά…

Ακολούθησαν τα χρόνια της κατοχής αλλά και της Αντίστασης κατά τα οποία η Σλίμνιτσα και τα Γραμμοχώρια, ανυπότακτα πάντα, πρωτοστάτησαν στους νέους αγώνες, ενώ κατ’ ουσίαν ποτέ δεν βρέθηκαν κάτω από τον καθημερινό ζυγό των κατακτητών, ακόμη και αυτών των Βουλγάρων που τα εποφθαλμιούσαν και είχαν αποπειραθεί να τα προσεταιριστούν. Μία μόνο φορά, το 1943, που ο γερμανικός στρατός (με την βοήθεια των Βούλγαρων κομιτατζήδων) εισέβαλλαν στα Γραμμοχώρια επιστράτευσαν ένα ολόκληρο σύνταγμα πεζικού και μια ορεινή πυροβολαρχία από την Θεσσαλονίκη για να τα καταλάβουν και αυτό για δύο μόλις ημέρες πριν αποχωρήσουν και πάλι.

Δυστυχώς ακολούθησαν τα χρόνια του Εμφυλίου, που δεν είναι του παρόντος να τα αναλύσουμε, τα οποία ο Θανάσης Συνάτκας αν και μόλις 8 ετών τα θυμάται καλά. Τα θυμάται γιατί τα βίωσε “στο πετσί του” και αυτός και η οικογένειά του:

Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Παντελής Συνάτκας πριν την “επίσημη” κήρυξη του Εμφυλίου είχε κληθεί και κατετάγη στον κυβερνητικό στρατό. Μάλιστα το 1946-47 υπηρετούσε στο Συνοριακό Φυλάκιο της Σλίμνιτσας το οποίο σε μια επίθεσή τους οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.) κατέλαβαν και αιχμαλώτισαν όλους τους άντρες του. Ο Παντελής υποχρεωτικώς στρατολογήθηκε στις τάξεις του Δ.Σ.Ε. ακολουθώντας την μοίρα των πολιτικών προσφύγων μετά την ήττα.

Ο δεύτερος αδελφός του ο Παύλος Συνάτκας είχε ενταχθεί στον Δ.Σ.Ε. και βρέθηκε στην προσωπική φρουρά του Μάρκου Βαφειάδη στα χρόνια του Εμφυλίου, ακολουθώντας και αυτός κατόπιν τους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς.

Ο τρίτος, ο Σταύρος Συνάτκας που το 1946 ήταν 16 ετών στρατολογήθηκε παρά την θέλησή του από τον Δ.Σ.Ε. Στα χρόνια της αναγκαστικής εξορίας, κατόπιν, ο Θανάσης Συνάτκας πληροφορήθηκε πως ο αδελφός του είχε σκοτωθεί στην μάχη της Αριδαίας (28 ή 29 Δεκεμβρίου 1948).

Για τον Θανάση Συνάτκα η μέρα που άλλαξε ριζικά η ζωή του ήταν η 27η Ιουλίου 1947. Εκείνη την ημέρα οι αντάρτες του Δ.Σ.Ε. που ήλεγχαν την περιοχή του Γράμμου ανακοίνωσαν στους Σλιμνιτσιώτες (το ίδιο έκαναν και στο παρακείμενο Μονόπυλο) πως έπρεπε να μετακομίσουν για λίγες ημέρες στο αλβανικό έδαφος γιατί επέκειτο σφοδρός βομβαρδισμός των χωριών τους από τον κυβερνητικό στρατό. Είτε το πίστεψαν είτε όχι οι Σλιμνιτσιώτες ακολούθησαν, αρκετοί εξ αυτών αναγκαστικώς. Οι “λίγες ημέρες” για τους περισσότερους διήρκεσαν δεκαετίες ενώ αρκετοί από τους Γραμμοχωρίτες δεν επέστρεψαν ποτέ…

Ο 8χρονος Θανάσης μεταφέρθηκε με τα παιδιά της Σλίμνιτσας αρχικά στο χωριό Πρένιες της Αλβανίας (λίγο βορειότερα της Κορυτσάς) όπου έμεναν σε καταυλισμό με αντίσκηνα και κατόπιν στην Αυλώνα για ένα περίπου χρόνο. Εκεί χώρισαν οι δρόμοι με τους γονείς του που μεταφέρθηκαν στην Ουγγαρία.

…και το ποδόσφαιρο

Το 1950 πολλά από αυτά τα παιδιά (μαζί και ο Θανάσης Συνάτκας) στάλθηκαν στην Ρουμανία και στον παιδικό σταθμό του Τούλγκες (στα Καρπάθια όρη) όπου φιλοξενούνταν περίπου 1.800 συνολικά ελληνόπουλα από την περίοδο του Εμφυλίου. Το 1954 ταξίδευσε στην Ουγγαρία, όπου ζούσαν οι γονείς του και όπου επιτέλους ξανάσμιξαν μετά από 7 χρόνια. Έμεναν στο γνωστό χωριό Μπελογιάννης που φιλοξενούσε τους περισσότερους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου στην χώρα.

Έφηβος πλέον στην μεταπολεμική Ουγγαρία (που τότε ήταν ποδοσφαιρική υπερδύναμη) ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην ομογενειακή ομάδα “Όλυμπος” της Βουδαπέστης και κατόπιν στην ερασιτεχνική Vasas Székesfehérvár (Βάσας Σεκέσχερβαρ), όπου κάποιος παράγων του Ολυμπιακού Πειραιώς τον ανακάλυψε, πιθανόν και λόγω του Ούγγρου Μάρτον Μπούκοβι που είχε αναλάβει τότε προπονητής στον Ολυμπιακό. Το 1965 ο Θανάσης Συνάτκας μαζί με τον Νίκο Γιούτσο και τον Δημήτρη Τσάτσο μεταγράφηκαν στην ομάδα του Πειραιά.

Ο Γιούτσος καθιερώθηκε στον Ολυμπιακό, ενώ ο Συνάτκας την περίοδο 1965-66 είχε 2 συμμετοχές στην ομάδα που κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας μετά από 6 χρόνια.

Το καλοκαίρι του 1966 ο Θανάσης ταξίδευσε στα Τρίκαλα για να συναντήσει τον εξάδελφό του Δημήτρη Συνάτικα και εδώ τον πλησίασαν παράγοντες του Α.Ο. Τρίκαλα ζητώντας του να μεταγραφεί στον Α.Ο.Τ., όπως και τελικά συνέβη. Καθιερώθηκε στην τρικαλινή ομάδα ως βασικός από την πρώτη χρονιά και παρέμεινε στα Τρίκαλα επί μία δεκαετία.

Όπως μας εξομολογείται στον Ολυμπιακό ένοιωθε ξένος και ποτέ δεν βρήκε εκεί την ζεστασιά που συνάντησε στα Τρίκαλα. Όντως, εκτός από τους συγγενείς του που βρήκε εδώ, η τρικαλινή κοινωνία (όχι μόνο η ποδοσφαιρική) αγάπησε τον Θανάση Συνάτκα, καθώς εκτός από καλός ποδοσφαιριστής ήταν θαυμάσιος χαρακτήρας, εύθυμος και καλοπροαίρετος στις κοινωνικές του δραστηριότητες.

Στα του ποδοσφαίρου, αγωνίστηκε ως προωθημένος ακραίος επιθετικός καθώς δούλευε και τα δύο του πόδια (αριστερό και δεξιό) γεγονός που σπανίζει σε ποδοσφαιριστές. Έπαιξε πολλές φορές και ως επιτελικός μεσοεπιθετικός (“10άρι”), ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε αναμέτρησης.

Στα δέκα χρόνια (1966-1976) που ο Συνάτκας βρέθηκε στα Τρίκαλα μετείχε τέσσερα χρόνια στην Α’ Εθνική με τον Α.Ο.Τ.  φθάνοντας στις 104 αγωνιστικές συμμετοχές και 10 τέρματα. Παραμένει στο “top four” των παικτών του Α.Ο. Τρίκαλα που έχουν αγωνιστεί στα μεγάλα σαλόνια της πρώτης κατηγορίας, με τους Καλαντζή (152), Νίκα (119) και τον αείμνηστο Πανταζή (114) να προηγούνται, ρεκόρ που κατά πως φαίνεται δεν πρόκειται να αλλάξει στις επόμενες δεκαετίες…

Επιπλέον, συμμετείχε σε 167 αγώνες του Α.Ο.Τ. στην Β’ Εθνική (σε έξι αγωνιστικές περιόδους), όπου και στον εκεί πίνακα βρίσκεται στην κορυφαία δεκάδα των τρικαλινών παικτών. Παρέμεινε βασικότατος στην 11άδα των Τρικάλων ακόμη και κατά το διάστημα που κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.

Συνολικά ο Συνάτκας φόρεσε την φανέλα του Α.Ο. Τρίκαλα σε 291 επίσημους αγώνες (συμπεριλαμβανομένων των αγώνων κυπέλου και του μπαράζ) στους οποίους σκόραρε 58 φορές. Την περίοδο 1970-71 μάλιστα ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 14 τέρματα.

Με τα χρώματα του Α.Ο. Τρίκαλα κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Β’ Εθνικής που φυσικά αντιστοιχούσαν σε ισάριθμες ανόδους στην κορυφαία κατηγορία. Η πιο αξέχαστη από αυτές ήταν στον συναρπαστικό αγώνα μπαράζ της 6ης Ιουνίου 1971 στην Λαμία, με αντίπαλο τον Πανελευσινιακό, αγώνα στον οποίο φυσικά συμμετείχε στην 11άδα και διέπρεψε.

Γενικότερα ο Θανάσης Συνάτκας συνέδεσε το όνομά του με την χρυσή εποχή της ποδοσφαιρικής ομάδας των Τρικάλων, μαζί με ό,τι καλύτερο έχει μέχρι σήμερα αναδείξει το τρικαλινό ποδόσφαιρο. Ο ίδιος θυμάται και ξεχωρίζει τον Αποστόλη Τόσκα για την ποδοσφαιρική του αξία, μαζί βέβαια με πολλούς ακόμη συμπαίκτες του από εκείνη την μεγάλη τρικαλινή ομάδα.

Από το Περθ με αγάπη

Αλλά και πέραν της ποδοσφαιρικής του δράσης στην πόλη έκανε πολλούς φίλους μεταξύ των οποίων τον ράπτη (τώρα συνταξιούχο) Αχιλλέα Καλαντζή με τον οποίο εξακολουθεί μετά από δεκαετίες να τους δένει στενή φιλία και έχουν διατηρήσει επαφή. Με την ευκαιρία του απευθύνει τους χαιρετισμούς του.

Παρέα έκανε και με τον Δημήτρη Τσάτσο που λίγα χρόνια αργότερα (το 1968) μεταγράφηκε και αυτός στον Α.Ο.Τ. και κατόπιν έμεινε μόνιμα στα Τρίκαλα. Με τον Τσάτσο εξάλλου εκτός του ότι μεγάλωσαν μαζί στην Ουγγαρία τους συνέδεε η κοινή καταγωγή καθώς ο Τσάτσος κατάγεται από την Λεύκη (πρώην Ορμάν) Καστοριάς.

Ένα ακόμη περιστατικό που αξίζει να αναφερθεί: Ο τότε δήμαρχος Τρικκαίων Ιωάννης Μάτης είχε προκηρύξει μία θέση δημοτικού υπαλλήλου την οποία προορίζονταν να καταλάβει ο Θανάσης Συνάτκας. Ο οποίος όμως εξακολουθούσε να μην έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια (την οποία το ελληνικό κράτος είχε στερήσει από όλους αδιακρίτως τους Έλληνες που είχαν καταφύγει στις ανατολικές χώρες κατά τον Εμφύλιο) και έτσι δεν διορίστηκε. Ο Θανάσης Συνάτκας απέκτησε ελληνική ιθαγένεια κατά την διάρκεια της Δικτατορίας λόγω της συμπάθειας που του είχε ο τότε χουντικός Νομάρχης Τρικάλων…

Ο Συνάτκας μετά τον Α.Ο.Τ. δεν αγωνίστηκε σε άλλη ομάδα της Ελλάδας ή του εξωτερικού. “Κρέμασε τα παπούτσια” του στα Τρίκαλα και κατόπιν μετανάστευσε στην Αυστραλία και συγκεκριμένα στο Περθ, στο δυτικό άκρο της ηπείρου. Παντρεύτηκε την συμπατριώτισσά του Φαίη (από το Λειβαδοτόπι, πρώην Όμοτσκο), κοντινού στην Σλίμνιτσα χωριού του ανατολικού Γράμμου του νομού Καστοριάς. Μαζί έχουν δύο παιδιά και τρία εγγονάκια και ζουν στο Περθ.

Όταν, μετά από αρκετές βίντεο-συνομιλίες που είχα το τελευταίο διάστημα μαζί του και την σύζυγό του (ας είναι καλά το… internet), έγραφα για τον Θανάση, μου ήλθε στο νου η φράση της επίσης συμπατριώτισσάς μας (από το Μονόπυλο καταγόμενης) φιλολόγου-λογοτέχνη Σοφίας Κλειούση για τον χαρακτήρα και το σθένος των Γραμμοχωριτών στα πολύ δύσκολα συμβάντα της ζωής τους. Με αυτή την φράση που χαρακτηρίζει απόλυτα τον Θανάση Συνάτκα θα κλείσω:

“Ποτέ δε μεμψιμοιρούσε ούτε διεκτραγωδούσε τις κακοτυχίες και τις δύσκολες τροπές που είχε πάρει η ζωή του…”

Να ’σαι καλά Θανάση και σε ευχαριστούμε!

Σχετικές δημοσιεύσεις