Αθώα Τρικαλινή γιατρός που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία από αμέλεια

Είχε δώσει εξιτήριο σε 22χρονο ο οποίος 2-3 ώρες αργότερα απεβίωσε στο σπίτι του

«Τόσα χρόνια ούτε μια συγγνώμη δε ζήτησες». Με τη φράση αυτή μιας απεγνωσμένης μητέρας που τόσο πρόωρα έχασε τον 22χρονο γιο της ολοκληρώθηκε στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας, μέσα σε κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης η δίκη μίας γιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων.

Η γιατρός είχε παραπεμφθεί κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από αμέλεια, καθώς έδωσε εξιτήριο σε έναν 22χρονο «αθλητή, χωρίς κανένα νόσημα», ο οποίος πήγε περιπατητικός στα Επείγοντα του Γ.Ν. Τρικάλων, διαμαρτυρόμενος για έντονο πόνο στην κοιλιά. Η γιατρός με βάση εργαστηριακές (σ.σ. και όχι απεικονιστικές όπως κατηγορήθηκε) εξετάσεις και την κλινική εικόνα διέγνωσε γαστρεντερίτιδα. Έτσι έδωσε εξιτήριο στον 22χρονο ο οποίος πήγε στο σπίτι του και δύο – τρεις ώρες αργότερα, πέθανε. Από άγνωστη αιτία, όπως τονίστηκε στο Δικαστήριο.
Μετά από διακοπές, το Δικαστήριο της Λάρισας με μία κατά πλειοψηφία απόφαση, κήρυξε αθώα τη γιατρό όταν πρωτόδικα, τον Μάιο του 2019 το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Τρικάλων την είχε καταδικάσει με ποινή φυλάκισης τριών ετών.
Προηγήθηκαν καταθέσεις γιατρών, συγγενών του εκλιπόντος, δύο ιατροδικαστών, αλλά και πολύωρες αγορεύσεις συνηγόρων, με την κατηγορούμενη γιατρό απολογούμενη να δηλώνει πως «όσο ζω θα έχω αυτό το κενό μέσα μου, γιατί ήταν ένα παιδί 22 ετών, ένα παιδί υγιές που έφυγε με οδηγίες και μετά από 3 ώρες κατέληξε. Όταν μου τηλεφώνησαν συγκλονίστηκα, ειλικρινά λυπάμαι πολύ και τώρα κάθε φορά που εξετάζω νέα παιδιά, έχω στο μυαλό μου γιατί πέθανε αυτό το παιδί».
Η μητέρα του 22χρονου παρενέβη αρκετές φορές κατά την ακροαματική διαδικασία. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο άτυχος 22χρονος Τρικαλινός, συνοδευόμενος από συγγενικά του πρόσωπα στις 6 το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου 2013 απευθύνθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Τρικάλων «λόγω άλγους κοιλίας και εμέτων».
Μετά την αρχική εξέταση του 22χρονου από τον ειδικευόμενο ιατρό, ανέλαβε η κατηγορούμενη, γενική ιατρός που εφημέρευε η οποία «δεν προέβη στην απεικονιστική εξέταση της ακτινογραφίας κοιλίας, ούτε και σε υπερηχογράφημα κοιλίας, οι οποίες είναι και οι συχνότερα πραγματοποιούμενες κατά τη διερεύνηση του οξέος κοιλιακού άλγους ως εν προκειμένω και ήταν εύκολο να πραγματοποιηθούν για την τεκμηρίωση όσων διαπίστωσε κατά την αρχική κλινική εξέταση, αλλά και για τη διαφορική διάγνωση προς αποκλεισμό (με την ακτινογραφία) μείζονος παθολογίας, όπως η εντερική απόφραξη ή η διάτρηση εντέρου ή κοίλου σπλάχνου, και για την απεικόνιση (με την υπερηχοτομογραφία) των συμπαγών κοιλιακών οργάνων με παρακολούθηση τόσο της εντερικής περίσταλσης, όσο και της αιματικής ροής, αλλά παρέμεινε, βάσει της αρχικής κλινικής εικόνας, του ιστορικού του ασθενούς και του φυσιολογικού ηλεκτροκαρδιογραφήματος, στην προφανή διάγνωση της γαστρεντερίτιδας».
«Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας του συνετού και επιμελούς ιατρού, δεν εξάντλησε τα αποδεικτικά μέσα που είχε στη διάθεσή της προκειμένου να τεκμηριώσει ή να απορρίψει την αρχική (εσφαλμένη όπως αποδείχτηκε) διάγνωση».
Στο κατηγορητήριο προστίθεται επίσης ότι «παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε την ειδικότητα της γενικής ιατρού, παρέλειψε να ενημερώσει τον ειδικό παθολόγο που επίσης εφημέρευε στο Νοσοκομείο, προκειμένου αυτός να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εισαγωγής και να αναλάβει ως ειδικός για την περίπτωσή του τον χειρισμό του νοσηλευόμενου ασθενούς, αναλαμβάνοντας εκουσίως η ίδια τη διεξαγωγή του διαγνωστικού εγχειρήματος, χωρίς να έχει τις ειδικότερες γνώσεις και ικανότητες». «Ενόψει δε της εξέλιξης του ασθενούς, κατά την οποία η κλινική εικόνα δε βελτιωνόταν, αλλά και της διάρκειας της νοσηλείας, η κατηγορουμένη όφειλε να διαγνώσει ότι απαιτείτο η παραπομπή του περιστατικού στον ευρισκόμενο στο Νοσοκομείο ειδικό ιατρό και να τον ειδοποιήσει».
«Μετά την ολοκλήρωση των εργαστηριακών εξετάσεων και περί ώρα 10:30 μ.μ. χορήγησε εξιτήριο και φαρμακευτική αγωγή (Lexotanil) στον ασθενή, ενεργώντας αντίθετα από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω χρόνο επανεξέτασε τον ασθενή και κατέγραψε στο φύλλο νοσηλείας της Μονάδας Βραχείας Νοσηλείας «κλινική εικόνα σαφώς βελτιωμένη, κοιλιά επώδυνος, αναπηδώσα ευαισθησία απούσα» και πρόσθεσε ότι «ο ασθενής ζήτησε να αποχωρήσει, ζήτησε αγωγή για να αποβάλει το άγχος και να κοιμηθεί».
«Παρά δε τις ανωτέρω ελλείψεις των επιστημονικών κριτηρίων που θα τεκμηρίωναν την επίτευξη του σκοπού της νοσηλείας του ασθενούς και θα δικαιολογούσαν την απόφαση χορήγησης εξιτηρίου, η κατηγορουμένη προέβη στην πρόωρη χορήγηση αυτού με τη διάγνωση της γαστρεντερίτιδας, χωρίς να προβληματιστεί ούτε από την αναγκαιότητα διενέργειας πρόσθετων εργαστηριακών εξετάσεων για την εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς κατά τον ανωτέρω χρόνο, ούτε από την εξακολούθηση ύπαρξης επώδυνης κοιλίας».
Ο 22χρονος έλαβε εξιτήριο και πήγε στο σπίτι του όπου μετά από 2,5 – 3 ώρες πέθαινε, πέφτοντας στο μπάνιο. Η ακριβής αιτία θανάτου, όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε και κατά την ακροαματική διαδικασία δεν έγινε γνωστή. Ενώ ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του, σημείωσε, μεταξύ άλλων, πως «κανένα εύρημα των εξετάσεων δεν έδειχνε ότι ο 22χρονος έπασχε από κάτι, ή επιδείκνυε ανησυχητική προοπτική».
«Υπό αυτές τι συνθήκες» πρόσθεσε ο εισαγγελέας περιγράφοντας στο μεταξύ τα γεγονότα από το νοσοκομείο στο σπίτι «δεν προκύπτει με σαφήνεια η αιτία θανάτου. Πιστεύω ότι ακόμη και αν έμενε ο ασθενής στο νοσοκομείο η κατάληξη θα ήταν η ίδια» υπογράμμισε ο εισαγγελέας της έδρας προτείνοντας την αθώωση της κατηγορουμένης, την οποία παρατήρησε ωστόσο – κατά την αγόρευσή του – για «λεκτικές της εκφράσεις που δε χρειαζόταν».
Από την πλευρά της πολιτικής αγωγής τονίστηκε πως «ο ασθενής πέθανε γιατί η γιατρός επέδειξε ασυγχώρητη αλαζονεία διότι θεώρησε ότι μπορούσε να αναλάβει ως γενική γιατρός, ενώ όφειλε να παραπέμψει τον ασθενή που είχε αιφνίδιο οξύ κοιλιακό πόνο» στους ειδικούς γιατρούς, παθολόγο και χειρούργο.
«Δεν ξέρουμε την ακριβή αιτία θανάτου τονίστηκε από την πλευρά της υπεράσπισης με αφορμή και την ιατροδικαστική έκθεση, για να προστεθεί πως «η μνήμη ενός αδικοχαμένου νέου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με εσφαλμένη κρίση».
Τονίστηκε επίσης ότι ο 22χρονος «χωρίς κανένα υποκείμενο νόσημα, πήγε περιπατητικός στο νοσοκομείο, όλες οι εξετάσεις ήταν φυσιολογικές και συνάδουσες με την εκτίμηση περί γαστρεντερίτιδας» για να υπογραμμιστεί τέλος ότι «δε θα διαγιγνώσκονταν η αιτία ακόμη κι αν ο 22χρονος παρέμεινε στο νοσοκομείο» και πως «δεν εντοπίσθηκε καμία αμέλεια της γιατρού».
Τελικά το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας με κατά πλειοψηφία απόφαση (σ.σ. μειοψηφούντος του προέδρου που πρότεινε την ενοχή) κήρυξε αθώα τη γιατρό απαλλάσσοντάς την από την κατηγορία, με τη μητέρα του 22χρονου να αντιδρά στην ανακοίνωση της απόφαση του Δικαστηρίου, ενώ νωρίτερα απευθυνόμενη στη γιατρό τόνισε με ένταση «τόσα χρόνια ούτε μια συγγνώμη δε ζήτησες».

 

Β. ΚΑΚΑΡΑΣ εφημερίδα Ελευθερία

Σχετικές δημοσιεύσεις