«Αί, όχι καί τόσο άθώος κύρ’ Θόδωρε»…!

– Μια δικαστική πλάνη στα Τρίκαλα του 1931
– Πως ένας απλός χωρικός κατηγορούμενος για ζωοκλοπή κατάφερε να ξεγελάσει όλους τους παράγοντες της δίκης
– Είχε κλέψει τρεις προβατίνες άπό ένα γειτονικό χωριό…

“Τρικαλινές ιστορίες”…

Μια ιστορία που “βίωσε” σαν νεαρός δικηγόρος στα έδρανα των δικαστηρίων στα Τρίκαλα και διηγείται στα “Θεσσαλικά Χρονικά” του 1965 ο εισαγγελέας πλέον Θεόδωρος Ι. Σκρέκας.


ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ – ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΑ ΤΡΙΚΑΛΑ

(Το κείμενο  όπως δημοσιεύτηκε με πολυτονικά στοιχεία)

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΚΡΕΚΑ
Εισαγγελέως

Ήμουν τότε, έδώ καί τριανταέξη χρόνια, (σ.σ. το 1931) νέος ακόμη δικηγόρος, ποτισμένος μέ όλες τις ωραίες καί υψηλές ιδέες γιά τό δικηγορικόν λειτούργημα.

Δέν ύπήρχε γιά μένα ίδανικώτερος αγών άπό τόν άγώνα γιά τήν έπικράτησι τοΰ Δικαίου, γιά τήν ύπεράσπισι τοΰ κατηγορουμένου καί προ παντός τοΰ άθώου κατηγορουμένου.

Ή σκέψις ότι ήτο ενδεχόμενον νά καταδικασθή ένας άθώος, μέ έτρόμαζε κυριολεκτικά, ή δε πεποίθησίς μου στήν άθωότητα τοΰ κατηγορουμένου πελάτου μου, μέ ώπλιζε μέ ιδιαίτερες, έξαιρετικές δυνάμεις, άγνωστες καί σέ μένα τόν ίδιο μερικές φορές.

Τούτο δέν είναι περίεργο διότι έχει παρατηρηθή ότι ό άνθρωπος περικλείει μέσα του μυστηριώδεις άκαταγώνιστες δυνάμεις, πού όταν έκδηλώνωνται γιά τό άγαθό καί τό δίκαιο κάνουν θαύματα, ένω άντίθετα όταν εξυπηρετούν τό κακό προκαλοΰν άληθινές συμφορές.

Μέ τις ιδέες καί τις σκέψεις αυτές επηρεασμένος, δέχθηκα ένα πρωινό στό δικηγορικό μου γραφείο ένα γνωστό μου πελάτη, πού θά σάς τόν παρουσιάσω μέ τόν γνωστόν… άγνωστον «χ», γιά τό άσκανδάλιστον.
Τόν κατηγορούσαν, όπως μοΰ είπε, εντελώς άδικα γιά ζωοκλοπή, ότι τάχα είχε κλέψει τρεις προβατίνες άπό ένα γειτονικό χωριό.

Μοΰ έβεβαίωνε μέ τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο ότι ήταν άθώος, ότι αυτός τό πρωΐ τής ήμέρας έκείνης (Κυριακής), πού είχε γίνει ή κλοπή, ήταν στήν έκκλησία τοΰ χωριού του, όπως ήμποροΰσαν νά τό βεβαιώσουν πολλοί χωριανοί του, καί ότι αύτοί πού τόν ένοχοποιοΰσαν, οί δύο ίδιοκτήται (άδελφοί) τών προβάτων καί ό τσομπάνος των, τόν είχαν παραγνωρίσει.

Τόν καθησύχασα όσο ήμποροΰσα, τοΰ είπα ότι θά μελετούσα τή δικογραφία, έκράτησα δέ καί σημείωσι γιά τούς μάρτυρας ύπερασπίσεως (περί τούς δέκα), πού θά καλούσαμε στό δικαστήριο, διότι ή δίκη είχε όρισθή.

Όταν κατόπιν έδιάβασα τή δικογραφία, είδα ότι ή θέσις τοΰ άνωτέρω πελάτου μου ήταν πολύ δύσκολη.
Οί μάρτυρες κατηγορίας έβεβαίωναν ότι τόν είδαν άπό άπόστασι έκατό περίπου μέτρων, στήν άπέναντι μεριά ένός ρέματος, πού ήταν άρκετά βαθύ καί δύσβατο, νά όδηγή τις τρεις προβατίνες έπί ένα διάστημα σέ άνοικτό χώρο, (ξέφωτο) καί έπειτα νά χάνεται στό παρακείμενο δάσος, καί ότι τόν άνεγνώρισαν πολύ καλά.

Παρ’ όλα ταΰτα ό πελάτης μου έπέμενε νά υποστηρίζη, πιό έντονα μάλιστα, ότι είναι εντελώς άθώος καί ότι παραγνώρισαν οί μάρτυρες πού τόν κατηγορούσαν.

Ή έπιμονή του γιά τήν άθωότητά του ήταν τόση, πού έκαμαν καί εμένα νά πιστεύσω ότι ήταν άθώος, καί ότι θά έπρεπε νά καταβάλω κάθε προσπάθεια γιά νά άποτραπή μία δικαστική πλάνη.

Κατά τήν ήμέρα τής δίκης έγινε πραγματική μάχη μεταξύ εμού, ώς συνηγόρου τοΰ κατηγορουμένου, καί τοΰ ύπερασπιστοΰ τής πολιτικής άγωγής, τοΰ άειμνήστου πλέον δικηγόρου Λ.Κ., πού ήτο εξαίρετος ποινικολόγος καί έκ τών κορυφαίων δικηγόρων τών Τρικάλων.

Αί καταθέσεις τών μαρτύρων κατηγορίας, καί ενώπιον τοΰ δικαστηρίου, ήταν συντριπτικές γιά τόν πελάτην μου, ένω οί μάρτυρες τής ύπερασπίσεως έβεβαίωναν κατηγορηματικώς ότι ούτος εύρίσκετο στήν έκκλησία μαζί τους κατά τήν ώρα τής πράξεως.

Ή άπολογία τοΰ κατηγορουμένου, ό όποιος, σημειωτέον, έγνώριζε έλάχιστα γράμματα, ήταν πολύ καλή καί παρουσίαζε άνθρωπο πού άγωνίζεται γιά τήν άθωότητά του, γεμάτη συγκίνησι καί πειστικότητα.

Έπηκολούθησε ή άγόρευσις τοΰ συνηγόρου τής πολιτικής άγωγής, ή όποια άγόρευσις ήταν συντριπτική γιά τόν κατηγορούμενον, άληθινός καταπέλτης γιά τήν ένοχήν του.

“Επειτα ήλθεν ή δική μου σειρά, ώς ύπερασπιστοΰ τοΰ κατηγορουμένου.

Ή έδραία πεποίθησίς μου στήν άθωότητά του, καθώς καί ή άντίληψις ότι ή τυχόν καταδίκη του θά άποτελοΰσε κλασσικόν παράδειγμα δικαστικής πλάνης, συνετέλεσαν ώστε ή άγόρευσις μου, γεμάτη πάθος καί φλόγα, τή φλόγα τής πίστεως στό δίκαιο καί τήν άθωότητα τοΰ κατηγορουμένου πελάτου μου, νά είναι μία άπό τις καλλίτερες στή ζωή μου, ώς δικηγόρου, άλλά καί ώς εΐσαγγελέως κατόπιν.

Έκτός άλλων, έτόνισα πόσον είναι άτελεΐς αί αισθήσεις τοΰ άνθρώπου καί πώς είναι πολύ εύκολο νά πλανηθή κανείς στήν άναγνώρισι ένός άτόμου καί άπό μικρή άπόστασι, άκόμη καί όλίγων βημάτων καί νά τό έκλάβη γιά κάποιον γνωστόν του, τόν όποιον καί νά χαιρετήση μέ τό όνομά του, γιά νά διαψευσθή όμως ευθύς άμέσως μόλις τόν άντικρύση ή τόν πλησιάση περισσότερο.

Τέλος έπεσήμανα τις τρομακτικές συνέπειες άπό μιά δικαστική πλάνη, άπό μιά άδικη καταδίκη ένός άθώου, όπως ό πελάτης μου, γιά τόν όποιον διεκήρυξα ότι είναι άθώος καί πρέπει νά άπαλλαγή.

Ή άγόρευσις μου έκαμε έξαιρετική έντύπωσι στό δικαστήριο, όπως έγινε άντιληπτό.

Έπειτα άπό διάσκεψι μισής περίπου ώρας, στήν αίθουσα διασκέψεων, ό προεδρεύων τοΰ δικαστηρίου άπήγγειλε τήν άπόφασι, μέ τήν όποιαν άπηλλάσσετο ό κατηγορούμενος διότι, κατά τή χαρακτηριστική φρασεολογία τοΰ προέδρου, «τό δικαστήριον έχει έλαχίστας τινας άμφιβολίας, τάς όποιας έρμηνεύει ύπέρ τοΰ κατηγορουμένου».

Ή ίκανοποίησίς μου, γιά τό άποτέλεσμα τής δίκης έκείνης, ήταν άπερίγραπτη καί τούτο κυρίως διότι είχα συντελέσει καί εγώ νά άποτραπή μιά δικαστική πλάνη, όπως τούλάχιστον μέχρι τής στιγμής έκείνης έπίστευα.

Γεμάτος άπό τά συναισθήματα αύτά, άπεχώρησα άπό τήν αίθουσα τοΰ δικαστηρίου μαζί μέ τόν πελάτην μου.
Καθώς κατεβαίναμε στή σκάλα, (διότι ή αίθουσα τοΰ δικαστηρίου ήταν εις τόν έπάνω όροφο), ό πελάτης μου μοΰ έξέφραζε, μέ τά πιό θερμά λόγια, τις εύχαριστίες του καί τή εύγνωμοσύνη του γιά τήν άπαλλαγή του.

Συγχρόνως μοΰ προσέφερε καί άλλες 250 δραχμές, έπί πλέον τών 500 δραχμών πού είχα λάβει καί πού άποτελοΰσαν πολύ καλή άμοιβή τήν έποχή έκείνη, γιά ύπόθεσι πλημμελήματος.

Του άπήντησα ότι δέν έχρειάζετο άλλη άμοιβή, όσο δέ γιά τις εύχαριστίες του καί τήν εύγνωμοσύνη του, του είπα ότι δέν έκαμα τίποτε περισσότερο άπό τό καθήκον μου καί ότι θεωρώ τόν έαυτό μου εύτυχή διότι συνετέλεσα, μέ όσες είχα δυνάμεις, νά άποτραπή μία δικαστική πλάνη καί νά μήν καταδικασθή ένας άθώος.

‘Οπότε μέ κατάπληξι τόν άκούω νά μοΰ λέγη·

«Αί, όχι καί τόσο άθώος κύρ’ Θόδωρε».!

— «Τί είπες;» τοΰ λέγω, ένώ μέσα μου ένοιωθα ξαφνικά νά μέ πλημμυρίζη ένα άσυγκράτητο πάθος οργής καί άποστροφής.
— «”Ωστε τις έκλεψες τις προβατίνες καί μέ έβεβαίωνες ότι ήσουν άθώος;».
— «Έλα τώρα κύρ’ Θόδωρε» μοΰ λέγει, «μήν κάνεις έτσι, πάρε καί τις 250 δραχμές».
— «Πήγαινε, φύγε άπό κοντά μου» του άπαντώ, «δέν θέλω νά σέ ξαναϊδώ».
— «Τί ήθελες νά κάνω κύρ’ Θόδωρε», μοΰ δικαιολογήθηκε, «νά σ’ πώ ότι τις έκλεψα τις προβατίνες; Αί, τότε δέν θά μέ ύποστή ρίζες όπως μέ ύποστήριξες».

Τό έπιχείρημά του ήταν πολύ όρθό, άκαταγώνιστο.

Διότι πραγματικά, αν δέν έπίστευα στήν άθωότητά του, θά μοΰ ήταν άδύνατο νά τόν ύποστηρίξω όπως τόν υπεστήριξα. Ή πεποίθησι πού μοΰ είχε δημιουργήσει πώς ήταν άθώος, ήταν έκείνη πού μέ έκανε νά τόν ύπερασπισθώ μέ όλη τή δύναμι τής ψυχής μου, ώστε νά έπιτύχω τήν άπαλλαγή του.

Είχα βέβαια ύπ’ όψι μου ότι, αν σέ μιά ύπόθεσι άστικής φύσεως, ό πελάτης όφείλη νά άποκαλύπτη όλη τήν αλήθεια στον δικηγόρο του, γιά τήν καλλίτερη διεξαγωγή της, σέ μιά όμως ποινική ύπόθεσι δεν πρέπει νά γίνεται τό ίδιο.

Στήν ποινική ύπόθεσι είναι προτιμότερο, σύμφωνα μέ τά όσα δέχεται ή Δικαστική Ψυχολογία, νά πιστεύη ό συνήγορος στήν άθωότητα τού κατηγορουμένου πελάτου του, ή τούλάχιστον νά άμφιβάλλη γιά τήν ένοχή του, διότι τότε ή ύπεράσπισι θά είναι θερμή καί πειστική.

Δέν έφαντάστηκα όμως ότι τό δίδαγμα αύτό τής Δικαστικής ψυχολογίας, θά μοϋ τό ύπενθύμιζε καί μάλιστα κατά τρόπο τόσο χαρακτηριστικό, ένας αφελής, όπως τόν ένόμιζα, χωρικός πελάτης μου, πού άποδείχθηκε ωστόσο τετραπέρατος.

Γι’ αύτό καί άναγκάσθηκα νά τοϋ εΐπω ότι είχε δίκιο νά μοΰ κρύψη τήν αλήθεια, άλλά νά προσέχη στό μέλλον, διότι ούτε έγώ πλέον θά έπίστευα εύκολα στήν άθωότητά του, ούτε καί οί δικασταί θά έδιδαν πίστι στά λόγια μου, όπως έφάνηκε καθαρά κατά τή δίκη.

Τό τελευταίο μάλιστα τούτο μοϋ τό άπεκάλυψε τήν άλλη ήμέρα ό προεδρεύων τοϋ δικαστηρίου, ό έξαίρετος δικαστής καί άνθρωπος Ε.Π. ο όποιος, σέ συνάντησί μας, στό δρόμο, μοΰ είπε, άφ’ ού χαιρετηθήκαμε:
«Ξεύρεις Θοδωράκη έκεΐνον τόν… Χ πού κατηγορεϊτο γιά ζωοκλοπή, τόν άπαλλάξαμε διότι πιστέψαμε έσένα.

Ήτο τόσο ειλικρινής καί θερμή ή άγόρευσίς σου, πού στό τέλος μάς έκαμες νά διστάσωμε γιά τήν ένοχή του».

— «Ναί, κύριε πρόεδρε» τοϋ λέγω, «ήτο ειλικρινής ή άγόρευσίς μου, διότι έπίστευα στήν άθωότητα τοϋ πελάτου μου», χωρίς, βέβαια, νά τοϋ άποκαλύψω καί τή συνέχεια.

Ή άποκάλυψι τής συνέχειας έγινε πρό τριών έτών, σέ μιά συνάντησί μας σέ φιλικό σπίτι, όταν, μεταξύ άλλων δικαστικών άνεκδότων, διηγήθηκα καί τό άνωτέρω περιστατικό.

Έγέλασαν όλοι μέ τήν καρδιά τους καί περισσότερο ό αγαπητός προεδρεύων στή δίκη έκείνη, συνταξιούχος πλέον άνώτερος δικαστικός, γιά τό πάθημα καί των δυό μας, πού μάς έγέλασε ένας απλός χωρικός, όπως τόν ένομίσαμε…

Ωραία πράγματι περίπτωσι δικαστικής πλάνης!

Ή μήπως έχετε άντίρρησι;

ΘΕΟΔΩΡΟΣ I. ΣΚΡΕΚΑΣ


Ποιός ήταν ο Θεόδωρος Ι. Σκρέκας (Βιογραφικό)

Έγεννήθη έν Μεγάρχη τής ‘Επαρχίας Τρικάλων κατά τό έτος 1899.

Άντεισαγγελεύς Έφετών, Γενικός Γραμματεύς τού Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Τάς έγκυκλίους του σπουδάς έπεράτωσεν έν Τρικάλοις, μετά δέ τήν άποφοίτησίν του έκ τού αυτόθι Γυμνασίου, ένεγράφη είς τήν Νομικήν Σχολήν τού έν Άθήναις Εθνικού καί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, έκ τής όποίας έλαβε τό πτυχίον του.

Κατόπιν διωρίσθη δικηγόρος παρά τώ Πρωτοδικείω Τρικάλων, ήσκησε δέ παρ’ αύτώ τήν δικηγορίαν έπί έπταετίαν, ήτοι άπό τού 1926 μέχρι τού Απριλίου 1933.

Έν συνεχεία μετεπήδησεν είς τό δικαστικόν σώμα διορισθείς Είρηνοδίκης.

Μετά διετίαν (1935) διωρίσθη, κατόπιν έπιτυχίας του είς τόν σχετικόν διαγωνισμόν, Άντεισαγγελεύς Πρωτοδικών, προαχθείς κατά τό έτος 1940 είς Εισαγγελέα Πρωτοδικών καί κατά τό 1951 είς Αντεισαγγελέα Έφετών.

Ώς Είσαγγελεύς τής έδρας, ιδίως ένώπιον τών κακουργιοδικείων, έχειρίσθη πλείστας σοβαράς υποθέσεις μετ’ έξαιρετικής συναισθήσεως ευθύνης καί προσηλώσεως είς τό καθήκον, έπιδεικνύων συνάμα άρτιον έπιστημονικόν έξοπλισμόν καί ύψηλόν ήθος.

Άπό τού Αύγούστου 1963 άνέλαβεν καί Γενικός Γραμματεύς τού Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Διά τάς παρασχεθείσας παρ’ αύτοΰ πολλαπλάς καί έξαιρέτους πρός τό Έθνος υπηρεσίας κατά τήν θλιβεράν περίοδον τού άντικομμουνιστικοϋ άγώνος, άπενεμήθη αΰτώ τό μετάλλιον έξαιρέτων Πράξεων.

Έξ άλλου, έτιμήθη ούτος καί διά τού παρασήμου τού Σταυρού τών Ταξιαρχών τού Βασιλικού Τάγματος τού Φοίνικος.

Επιμέλεια:
Νίκος Μουτσίκας
[email protected]

Σχετικές δημοσιεύσεις