Μια ταινία για μια, όντως, μεγάλη οικογένεια!

Συνέντευξη με τον συμπολίτη σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ, δημιουργό της ταινίας ντοκιμαντέρ για την ιστορία της εταιρείας ΚΛΙΑΦΑ και στους ανθρώπους της, που αύριο προβάλλεται επίσημα στο Πνευματικό Κέντρο “Αθανάσιος Τριγώνης” του Δήμου Τρικκαίων

 

Του Σωτήρη Κύρμπα

 

Το να γράφεις για την πόλη που γεννήθηκες και ανδρώθηκες δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση όσο φαντάζει σε πολλούς, εκτός εάν καταφύγεις σε κοινοτοπίες όπως “τι ωραία είναι η πόλη μου” ή “τι όμορφα ήταν τα παιδικά χρόνια εκεί”, και αφού εν τω μεταξύ την έχεις κι εσύ (μαζί με πολλούς άλλους) απαρνηθεί…

Όταν ο συμπολίτης (γιατί όντως εξακολουθεί να είναι συμπολίτης μας παρόλο που δραστηριοποιείται σε άλλες πολιτείες) και παιδικός φίλος Βασίλης Λουλές μου ζήτησε παλαιό φωτογραφικό υλικό των Τρικάλων για ένα ντοκιμαντέρ που ετοίμαζε όσον αφορά την ιστορία της εταιρείας “Κλιάφα” του απάντησα πως ό,τι έχω είναι στην διάθεσή σου φίλε μου, γιατί ξέρω πως ό,τι και να κάνεις θα είναι ωραίο και καλό για την πόλη μας, για τους ανθρώπους της.

Εκείνα που διαπίστωσα βλέποντας το αποτέλεσμα, δηλαδή το ντοκιμαντέρ “Μια μεγάλη οικογένεια”, ήταν δύο πράγματα:

Πρώτον, πως ο Βασίλης Λουλές εξακολουθεί να είναι συμπολίτης μας, μέλος της “μεγάλης οικογένειας” που καταγράφει στο έργο του, ασχέτως των καλλιτεχνικών και επαγγελματικών του δραστηριοτήτων που τον αναγκάζουν να βρίσκεται αλλού για μεγάλα διαστήματα.

Δεύτερον, πως μέσα και εκ παραλλήλου με την ιστορία των Ψυγείων Κλιάφα ο Βασίλης Λουλές κατέγραψε την ιστορία των Τρικάλων τουλάχιστον από τα μεταπολεμικά χρόνια και δώθε. Και την κατέγραψε όπως ήταν. Χωρίς καλλωπιστικά ή ιδεολογικά καλούπια.

Με την ευκαιρία της επίσημης πρώτης παρουσίασης αυτού του ντοκιμαντέρ (καθόλου τυχαίο στα Τρίκαλα) ζήτησα από τον Βασίλη Λουλέ να μιλήσουμε γι’ αυτό και η ανταπόκρισή του ήταν άμεση.

 

21 Μαΐου 1956. Γιορτή μέσα στο εργοστάσιο Κλιάφα.

 

 

Βασίλη, επεδίωκες να κάνεις κάτι για την πόλη σου ούτως ή άλλως; Απλώς συνέπεσε η πρόταση από τους Αφούς Σαράντη όσον αφορά την ιστορία των Ψυγείων Κλιάφα, πράγμα που «ήλθε και έδεσε» στις σκέψεις σου;

 

Η αλήθεια είναι πως πάντοτε ήθελα να κάνω κάτι για τα Τρίκαλα. Κάποια στιγμή μάλιστα είχα γράψει και ένα σενάριο που αναφέρονταν σε μια παιδική μου ιστορία που έχει σχέση με την πόλη, αλλά τελικά δεν το προχώρησα. Ακόμα…

Είχα κάνει όμως διάφορα περιφερειακά: Το 1995 είχα κάνει ένα ντοκιμαντέρ 95 λεπτών για το πρόγραμμα Leader Καλαμπάκας-Πύλης. Ήταν το “Μετέωρα-Πίνδος: οδοιπορικό”, στα ορεινά του νομού Τρικάλων στις τέσσερις εποχές του χρόνου, το οποίο είχε προβληθεί πάρα πολύ.

Το δεύτερο ήταν το ντοκιμαντέρ “Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί”, που έκανατο 2013, με παππούδες και γιαγιάδες, από χωριά του κάμπου γύρω από τα Τρίκαλα και από τα ριζά του Κόζιακα, που αφηγούνται παραμύθια στον κινηματογραφικό φακό.

Είχα κάνει λοιπόν ήδη δύο προσπάθειες να ασχοληθώ με τον τόπο μου αλλά με την πόλη όχι ακόμα.

Όταν έμαθα πως η εταιρεία Κλιάφα άλλαξε διεύθυνση και την πήραν πια οι αδελφοί Σαράντη, μίλησα μαζί τους, επειδή είχαμε συνεργαστεί σε παλαιότερα ντοκιμαντέρ για την εταιρεία Όλυμπος και τη Ροδόπη (εταιρείες του ομίλου δηλαδή) και συμφώνησαν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της εταιρείας Κλιάφα από το 1926 μέχρι σήμερα. Τους άρεσε πολύ η ιδέα και δέχθηκαν με χαρά να χρηματοδοτήσουν την παραγωγή της. Ειλικρινά τους ευχαριστώ για την ευκαιρία αυτή που μου έδωσαν.

Ξεκίνησα την έρευνα, η οποία κράτησε αρκετό καιρό, μετά έγιναν τα γυρίσματα και κατόπιν όλη η επεξεργασία του μοντάζ μαζί με τις τεχνικές-δημιουργικές εργασίες μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία. Όλη αυτή η ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος, κράτησε 18 μήνες. Ήταν πολύ πυκνή και εντατική δουλειά που μου αποκάλυψε παρά πολλά πράγματα για την εταιρεία, για τους ανθρώπους της, τις μικρές τους ιστορίες, το ήθος τους, κλπ.

 

Αρχές δεκαετίας του ’60. Ο Κώστας Κλιάφας.

 

 

Ιστορίες που προφανώς έχουν έντονη “μυρωδιά” Τρικάλων, έως και την τοπική προφορά-ντοπιολαλιά του κεντρικού αφηγητή της ταινίας Ηλία Ευαγγέλου.

 

Προφανώς οι άνθρωποι που μιλάνε στην ταινία, που είναι παλιοί εργαζόμενοι, έχουν τοπικό ιδίωμα περισσότερο ή λιγότερο. Έχει και μια χάρη αυτό. Όπως ακούς έναν Κρητικό που λέει τα κρητικά του και είναι ωραίο, έτσι και έναν τρικαλινό με τα δικά του.

Ξέρεις και κάτι; Οι άνθρωποι όσο πιο απελευθερωμένα μιλάνε τόσο πιο κοντά στον πραγματικό τους εαυτό βρίσκονται. Θα μπορούσαν οι ίδιοι άνθρωποι να μιλήσουν λίγο πιο “κομψά”. Εγώ όμως τους προκαλούσα να μιλήσουν όσο γίνεται πιο αυθόρμητα για να νοιώθουν πιο κοντά σε αυτό που θυμούνται, που αισθάνονται. Κι όταν συμβαίνει αυτό, ξεχνάς το τυπικό, μιλάς με την γλώσσα της καρδιάς σου και επομένως σού βγαίνει ακριβώς το πραγματικό σου ιδίωμα.

 

1926. Στο μηχανοστάσιο, ο Θόδωρος Κλιάφας (αριστερά) και τεχνικοί.

 

Με την ευκαιρία ανάφερέ μας και τους άλλους αφηγητές της ταινίας που ήταν εργαζόμενοι στην εταιρεία Κλιάφα και οι οποίοι τελικώς είναι οι “πρωταγωνιστές” της ταινίας.

 

Εκτός από τον Ηλία Ευαγγέλου είναι ο Γιάννης Ευαγγέλου, η Ζωή Διδασκάλου, η Βούλα Αγγελάκη και η Ντίνα Ναζάρη-Βράκα. Αυτοί ήταν οι εργαζόμενοι.

Υπάρχει στην ταινία και ο Σωτήρης Τόγελος οποίος δεν ήταν εργαζόμενος στην εταιρεία αλλά έφηβος που βοηθούσε τον πατέρα του, που ήταν παγωτατζής. Ειδικά κάθε Δευτέρα έπρεπε ο μικρός να είναι στις 5 η ώρα το πρωί στα Ψυγεία Κλιάφα για να πάρει πάγο με τον οποίο έφτιαχναν το παγωτό. Ο Σωτήρης έμπαινε μέσα στο εργοστάσιο, παρατηρούσε με τα εφηβικά του μάτια και μεταφέρει στην ταινία πολύ ωραίες εντυπώσεις και εικόνες.

Αυτοί οι άνθρωποι που μιλούν στην ταινία είναι σχετικά λίγοι, καθώς υπήρχαν παρά πολλοί που ήθελαν να μιλήσουν με χαρά για την εταιρεία. Κάποιοι μάλιστα το θεωρούσαν “χρέος” τους, γιατί ένοιωθαν πως τα χρόνια που δούλεψαν στην εταιρεία Κλιάφα ήταν χρόνια δημιουργικά και παραγωγικά και, πέρα από το καλό μεροκάματο που έπαιρναν, είχαν εξασφαλίσει και μια ζωή με αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους εργαζόμενους της εποχής. Είχαν άδειες, επιδόματα, πολλά δώρα. Είχαν μια καθημερινή μεταχείριση πολύ φιλική, ανθρώπινη. Ένοιωθαν ότι έχουν μια αξία και οι ίδιοι, ότι εκεί που δουλεύουν τους σέβονται.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που εγώ συναντούσα, σε μεγάλη ηλικία πια, ήθελαν να μιλήσουν. Εγώ όμως επέλεξα λίγους και αντιπροσωπευτικούς, για να μπορέσουμε να πάμε σε βάθος. Ο καθένας αποκαλύπτοντας τη δική του προσωπικότητα και τη δική του ματιά, έριξαν φως στα διάφορα τμήματα της εργασίας και συμπλήρωσαν το παζλ που μας φτιάχνει ένα αρκετά σαφές σκαρίφημα της εταιρείας.

 

Δεκαετία  του ’50. Ο Θόδωρος Κλιάφας.

 

Το ότι πολλοί ήθελαν να μιλήσουν αλλά και ο τίτλος της ταινίας σου (“Μια μεγάλη οικογένεια”) παραπέμπει σε αιρετικές αντιλήψεις σε σχέση με κάποια “ταξικά” στερεότυπα που κουβαλούσε τόσο η γενιά μας όσο και οι λίγο προγενέστερες. Ήταν όντως έτσι στου “Κλιάφα” κάθε άλλο παρά “στυγνοί καπιταλιστές”;

 

Με βάση τα όσα έχω διαβάσει, τα όσα έχω ακούσει, τα όσα ήξερα κι εγώ ως παιδάκι από τη γειτονιά που μεγάλωσα (δίπλα στο παλιό εργοστάσιο) αλλά και απ’ αυτά άκουσα από τους ανθρώπους που μίλησα, σαφώς δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο. Ήταν προφανώς μια εταιρεία της αγοράς, εταιρεία που ήθελε να έχει κέρδη για να μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, για να μπορεί να κάνει επενδύσεις, προϊόντα καινούργια και καλύτερα, να επεκταθεί, κλπ.

Το ενδιαφέρον και το ξεχωριστό είναι ότι αυτή η εταιρεία δεν επέλεξε έναν τρόπο που επιλέγουν πολλοί άλλοι, αυτοί που εσύ λες “στυγνοί καπιταλιστές”. Δεν επέλεξε δηλαδή την υπερεκμετάλλευση της εργασίας των ανθρώπων.

Ίσα-ίσα, στηρίχθηκε στους ανθρώπους, τους έδωσε κίνητρα, τους ενθάρρυνε να μαθαίνουν πράγματα καινούργια, να δοκιμάζουν καινούργιες θέσεις, πόστα, να επιμορφώνονται, να αναπτύξουν και οι ίδιοι τα δικά τους γνωστικά εργαλεία και δεξιότητες έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις καινούργιες απαιτήσεις που έφερνε κάθε φορά η αλλαγή των μηχανημάτων, η αλλαγή της τεχνολογίας.

Αντί να υπερεκμεταλλευτεί τον ανθρώπινο μόχθο, να βγάλει “από την μύγα ξύγκι”, η εταιρεία, παρέα με τους ανθρώπους της, προσπάθησε να επενδύσει στην καινοτομία!

Από τα κέρδη που έβγαζε, ένα μεγάλο κομμάτι το επέστρεφε πρώτα απ’ όλα στους εργαζόμενους μέσα από αυξήσεις μισθών, δώρα, ταξίδια, επιταγές σε παιδιά εργαζομένων που περνούσαν στα πανεπιστήμια. Παράλληλα βοηθούσε και την πόλη, υπό μορφή ενίσχυσης εκδηλώσεων, ενίσχυσης σχολικών βιβλιοθηκών, σχολικών εκδρομών κ.ά.

Αυτό το στοιχείο της προσφοράς, της ανταπόδοσης, το είχε η διεύθυνση της εταιρείας από τη γέννησή της. Δεν είναι τυχαίο πως από την εποχή του ιδρυτή Θόδωρου Κλιάφα, του «Μπαρμπαθόδωρου», όπως τον έλεγαν οι εργαζόμενοι -που ήταν ένας άνθρωπος αρκετά αυστηρός αλλά δίκαιος, σε μια εποχή πολύ σκληρή και δύσκολη- δεν υπήρχε περίπτωση εργαζόμενος στην εταιρεία να μην είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Μιλάμε για μια εποχή που κανείς δεν ασφάλιζε κανέναν, έτσι;

 

1928-1932. Μεταφορά πάγου-λεμονάδων.

 

 

Μιλάμε λοιπόν για σωστή και υγιή επιχειρηματικότητα που μαζί με την καινοτομία ήταν επιχειρηματικότητα ευρείας αντίληψης των πραγμάτων. Αυτό το “σπίρτο” της επιχειρηματικότητας επιβιώνει ή έχει εξαφανιστεί από την τοπική μας κοινωνία;

 

Δεν ξέρω εάν είναι ιδιαιτερότητα της τρικαλινής “σπίθας”, αλλά προφανώς αυτό το πνεύμα υπήρξε πολύ έντονο στα Τρίκαλα. Υπήρχαν μια σειρά από αξιοσημείωτες βιοτεχνίες-βιομηχανίες στα Τρίκαλα από το 1884, δηλαδή αμέσως μετά το τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας. Όταν το 1926 ο Θόδωρος Κλιάφας φτιάχνει το εργοστάσιο με τις ψυκτικές αποθήκες, τον πάγο και το αναψυκτικό, υπήρχε ήδη ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που δρούσαν στη περιοχή!

Γενικότερα όμως υπήρχε αυτή η “σπίθα”. Αν δούμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, στις δεκαετίες από το 1910 μέχρι το 1970 υπήρξε μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη μικρών βιοτεχνικών μονάδων που μετά εξελίχθηκαν σε μικρές ή μεγάλες βιομηχανίες. Αυτό συνέβη σε πολλά μέρη της Ελλάδας.

Το κοινό νομίζω είναι πως οι άνθρωποι οι οποίοι ξεκίνησαν τότε τη δημιουργία επιχειρήσεων ήταν καταρχάς οι ίδιοι μάστορες. Ξεκίνησαν μια μικρή μονάδα που ήταν συνήθως οικογενειακή, που στηρίζονταν στην δουλειά των μελών της οικογένειας και κάποιων εργαζόμενων από γύρω. Δεν ήταν μονάδες που το αφεντικό από πάνω διέταζε και από κάτω οι άλλοι δούλευαν. Δούλευαν όλοι!

Τα αφεντικά ήταν και μαστόρια. Ήταν άνθρωποι που δούλευαν μέρα-νύχτα. Έτρεχαν στην αγορά, έτρεχαν για τα πάντα. Ήταν παντού.

Μπορούσαν λοιπόν να καταλάβουν και τις ανάγκες της (μικρής τότε) αγοράς και τις ανάγκες των ανθρώπων που δούλευαν στην επιχείρησή τους. Έτσι ένα μοντέλο “οικογενειοκεντρικό” θα έλεγα (με την καλή έννοια βεβαίως)βοήθησε μικρές εταιρείες να πετύχουν. Αναλόγως φυσικά και με το ρίσκο που η κάθε μία έπαιρνε ή πόσο καινοτόμα ήταν, κλπ.

 

1961-1968. Πλύσιμο μπουκαλιών στο χέρι.

 

 

Αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα, άλλων εποχών, πως μπορεί να την δει η σημερινή νέα γενιά; Τι μπορεί να προκαλέσει ή να παρακινήσει έναν νέο, έναν εικοσιπεντάρη, που θα δει την ταινία σου;

 

Νομίζω πως ένας εικοσιπεντάρης σήμερα, εάν δει την ταινία, θα του αρέσει. Όχι επειδή είναι ρετρό, όχι επειδή θα μάθει πράγματα για την Ιστορία που δεν τα ξέρει. Θα τα μάθει βέβαια και αυτά. Το σημαντικό όμως που θα δει είναι πως υπάρχει πάντα η ελπίδα να “…ανήκεις κάπου”. Αυτό είναι το βασικό συναίσθημα που μου μετέδωσαν οι αφηγητές της ταινίας, οι παλιοί εργαζόμενοι: ότι δουλεύοντας στον “Κλιάφα” ένιωθαν πως ανήκουν κάπου που τους σέβονται. Πως δούλευαν κάπου με αξιοπρέπεια και με τον σεβασμό που τους άξιζε. Το μέλλον τους δεν ήταν έρμαιο στα χέρια της τύχης ή του εργοδότη, αλλά δούλευαν ήρεμα, δημιουργικά, με όρεξη, μεγάλωναν τα παιδιά τους, την οικογένειά τους και περνούσαν καλύτερα κι αυτοί. Σε σχέση με αυτό ακριβώς, υπάρχει ένα πολύ συγκινητικό σημείο στην ταινία με τα λόγια του Θόδωρου Κλιάφα στον γιο του, Κωστή, που ακόμα τότε σπούδαζε.

Αυτή η αίσθηση τού να ανήκεις κάπου, σε μια “μεγάλη οικογένεια”, σήμερα δεν υπάρχει. Σήμερα ζούμε σε έναν εργασιακό Μεσαίωνα, δυστυχώς. Είναι πολύ λίγες οι λαμπρές εξαιρέσεις.

Νομίζω λοιπόν πως ένας εικοσιπεντάχρονος, που βάλλεται από παντού σήμερα και είναι στον αέρα, θα το εκτιμούσε πολύ αυτό, γιατί θα έβλεπε πως το “πείραμα” μιας υγιούς επιχειρηματικότητας, μια υγιής σχέση διοίκησης και εργαζομένων έχει υπάρξει και έχει πετύχει! Έχει πετύχει στην εταιρεία Κλιάφα, έχει πετύχει και σε αρκετές άλλες εταιρείες στην Ελλάδα. Η ιστορία λοιπόν της ταινίας δεν είναι μια ρετρό ιστορία αλλά ένα φωτεινό παράδειγμα για το μέλλον.

 

1968-1969. Κορίτσια της εμφιάλωσης.

 

 

Όντως αυτή την στιγμή που μιλάμε υπάρχουν 5-6 μεγάλες παραγωγικές εταιρείες στα Τρίκαλα στις οποίες οι πληροφορίες που έχουμε είναι πως οι σχέσεις διοίκησης-εργαζόμενων και οι συνθήκες εργασίας είναι αξιοπρεπέστατες.

 

Ναι, αυτό ακριβώς είπα κι εγώ πριν, γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν. Ο όμιλος των αδελφών Σαράντη είναι φυσικά μια από αυτές.

 

Το εντυπωσιακό πάντως με την εταιρεία Κλιάφα είναι πως συνέδεσε την παραγωγή των υλικών αγαθών με την παραγωγή πολιτισμού που το Κέντρο Ιστορίας & Πολιτισμού Κλιάφα εξακολουθεί να παράγει. Η (παραγωγική) δουλειά κάνει τα πάντα Βασίλη;

 

Η σύνδεση της εταιρείας Κλιάφα με τον πολιτισμό ξεκινά κατ’ ουσίαν με τον Κωστή Κλιάφα, το 1961 που αναλαμβάνει την διοίκηση μετά τον θάνατο του πατέρα του. Έφερε αρχικά πολλές τεχνολογικές καινοτομίες στην εταιρεία (ο ίδιος είχε σπουδάσει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Columbia της Αμερικής) έβγαλε και καινούργια προϊόντα, όπως η βυσσινάδα, που για πρώτη φορά εμφανίστηκε το 1964 στην Ελλάδα μετά από δικά του πειράματα!

Συνέχισε την επιχείρηση με το ίδιο πνεύμα καινοτομίας που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του Θόδωρος, που το 1933 έφερε πρώτος στην Ελλάδα το μεταλλικό πώμαcrown, το τσίγκινο καπάκι των αναψυκτικών! Kάτι το αυτονόητο για εμάς κατόπιν.

Η εταιρεία το 1975 έκτισε και το νέο εργοστάσιο στην εθνική οδό Τρικάλων-Λαρίσης.

Όμως ήδη από το 1961 ο Κωστής μαζί με τη γυναίκα του, την Μαρούλα, είχαν συμμετάσχει σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ήταν άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για τα κοινά. Η Μαρούλα κατέγραφε σε κασετόφωνο τραγούδια, παραμύθια, ιστορίες από παππούδες και γιαγιάδες της δεκαετίας του ’60 (που είχαν γεννηθεί προφανώς στα 1880-1900). Διέσωσε δηλαδή έναν φοβερό πολιτιστικό πλούτο.

Παράλληλα η εταιρεία ενίσχυσε σχολεία να δημιουργήσουν βιβλιοθήκες, έκανε πολιτιστικές εκδόσεις, οργάνωσε εκδηλώσεις κλπ. Ακόμη και μέσα στο εργοστάσιο γινόντουσαν εκθέσεις φωτογραφίας, και γενικότερα ήθελαν να δώσουν στους εργαζόμενους κίνητρα να δημιουργήσουν και οι ίδιοι, να δουν και πράγματα πέρα από τη δουλειά.

Το 1975 ο Κωστής Κλιάφας και η Μαρούλα ήταν από τους βασικούς ιδρυτές της Κινηματογραφικής Λέσχης Τρικάλων, με πρώτο πρόεδρο τον Κωστή. Ο ίδιος τραβούσε πολλές φωτογραφίες καθώς και ερασιτεχνικά φιλμάκια – ένα πολύτιμο υλικό που χρησιμοποιήθηκε στο ντοκιμαντέρ.

Η οικογένεια Κλιάφα και η εταιρεία αποτελούσαν λοιπόν, επί σειρά ετών, μια συνεχή εστία παραγωγής πολιτισμού, επομένως το Μουσείο κάθε άλλο παρά εμφανίστηκε από το πουθενά.

Έτσι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του’90 το παλιό εργοστάσιο είχε πλέον μείνει άδειο, αποφάσισαν να το κάνουν Μουσείο, που το 2003 ξεκίνησε να φιλοξενεί μια σειρά από νέες δράσεις.

 

Θα ήθελα να μοιραστείς μαζί μας εντυπώσεις Τρικαλινών αλλά και ανθρώπων από άλλα μέρη που έχουν δει μέχρι σήμερα την ταινία.

 

Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι πώς η ταινία αρέσει και σε ανθρώπους που δεν όχι μόνο δεν είναι από τα Τρίκαλα αλλά δεν είχαν ακούσει καν την λέξη “Κλιάφας”. Εγώ δεν το περίμενα! Περίμενα να αρέσει σε μελετητές της βιομηχανικής τεχνολογίας, σε ιστορικούς, σε κοινωνικούς ανθρωπολόγους κλπ. Διαπίστωσα όμως πως αρέσει ευρύτερα.

Αυτό που κατάλαβα από τα σχόλια είναι πως τους αρέσει, κατ’ αρχάς, που βλέπουν την ιστορία μιας βιομηχανίας μαζί με ανθρώπινες ιστορίες. Δεν είναι ένα κλασσικού τύπου ντοκιμαντέρ για μια βιομηχανία που απλώς μεταφέρει πληροφορίες για την εξέλιξή της, για τα μηχανήματα, τα προϊόντα, την καινοτομία. Είναι μια ταινία που προφανώς έχει και τέτοιες πληροφορίες, αλλά όλα αυτά φωτίζονται μέσα από τις μικρές ιστορίες και τα βιώματα των ανθρώπων. Βλέπεις το πάθος, την εμμονή στη λεπτομέρεια, το ρίσκο, τα χαρίσματα και τα κουσούρια των ανθρώπων… βλέπεις ότι όλη η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα δουλειάς, οράματος, μόχθου, συνεργασίας, φιλίας, κινήτρων κλπ.

Οι άνθρωποι που βλέπουν την ταινία, είτε είναι Τρικαλινοί είτε όχι, νοιώθουν να ταυτίζονται με τους απλούς ανθρώπους, τους αφηγητές. Γιατί τα βιώματα των ανθρώπων τελικά είναι κοινά.

Επειδή ακριβώς η ταινία είναι ανθρωποκεντρική και όχι “μηχανοκεντρική”, ας μου επιτραπεί η έκφραση, μπορεί να κάνει ακόμη και ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα γι’ αυτό το εργοστάσιο να τη δουν με ενδιαφέρον.

Το δεύτερο σημαντικό είναι πως οι άνθρωποι που μιλάνε στην ταινία, μιλούν από τα βάθη της ψυχής τους. Λένε για το πώς ζούσαν μέσα στο εργοστάσιο, μιλούν για τα όνειρα που βλέπουν ακόμα και σήμερα, πώς ένιωθαν τότε, τα τραγούδια τους, τα πειράγματα.

Όταν βάζεις έναν άνθρωπο που δεν είναι ηθοποιός να μιλήσει σε μια ταινία, πρέπει ο σκηνοθέτης να αποφασίσει αν θα του ζητήσει απλώς πληροφορίες ή αν του ζητήσει να μεταδώσει και βιώματα. Το δεύτερο είναι πιο δύσκολο, αλλά είναι πολύ πιο δυνατό και ουσιαστικό.

Αυτό που αρέσει λοιπόν είναι το μοντέλο μιας “μεγάλης οικογένειας”, όπου η διοίκηση δίνει χώρο στους εργαζόμενους να δουλέψουν, να πάρουν πρωτοβουλίες, να κάνουν λάθη, να δημιουργήσουν, να εκφραστούν. Αυτό είναι κάτι που συγκινεί.

 

Από τα γυρίσματα της ταινίας με αφηγητή τον Σωτήρη Τόγελο.

 

 

Μίλησε μας για τον τρόπο που έγινε η ταινία, όσο το δυνατόν για το knowhow της.

 

Η ταινία αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι φανταζόμουν. Εγώ προσωπικά είχα πολλά βιώματα από το παλιό εργοστάσιο, γεννήθηκα εκατό μέτρα από αυτό και τα παιδικά μου χρόνια ήταν δίπλα του. Πήγαινα και ερχόμουνα από το σχολείο περνώντας από μπροστά του. Από τα ανοικτά παράθυρα βλέπαμε τη γραμμή παραγωγής, ακούγαμε τον θόρυβο των μηχανημάτων και των μπουκαλιών (το “γκλιν-γκλιν-γκλιν!”), μυρίζαμε από μακριά τις πορτοκαλάδες ή βυσσινάδες. Πήγαινα συχνά και μέσα κι έπαιρνα πάγο για το σπίτι μας ή ένα καφάσι με αναψυκτικά.

Επιπλέον υπήρχαν και πολλοί εργάτες της εταιρείας που έφερναν τα ποδήλατά τους για επισκευή στο ποδηλατάδικο του πατέρα μου και άκουγα ιστορίες για το εργοστάσιο και από αυτούς. Ήταν λοιπόν κάτι που μου ήταν πολύ οικείο. Θεωρούσα πως αυτά τα βιώματα συν την εμπειρία στο να κάνω ταινίες θα ήταν αρκετά για να την κάνω καλά.

Τελικά αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο το εγχείρημα. Όσο έμπαινα μέσα στην έρευνα, όσο ανακάλυπτα καινούργια έγγραφα, φωτογραφίες, αρχεία εφημερίδων, όσο άκουγα ιστορίες ανθρώπων, μού δημιουργούνταν ένας κόσμος πολύ πιο σύνθετος από αυτόν που αρχικά φανταζόμουν.

Βρέθηκα με πολύ υλικό (το μεγαλύτερο μέρος του οποίου το έδωσε η Μαρούλα Κλιάφα) και με το πολύωρο υλικό από τα γυρίσματα με τους παλιούς εργαζόμενους. Ένα τόσο πλούσιο υλικό θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλές διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ταινίας. Ποιος όμως θα ήταν ο αφηγηματικός άξονας; Ποιο θα ήταν τελικά το βλέμμα του σκηνοθέτη, που θα δώσει ζωή στα ετερόκλητα υλικά; Αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα (αυτό είναι πάντα το πρόβλημα στην Τέχνη). Μετά από πολλές απόπειρες στο μοντάζ, κράτησα ως βασικό νήμα όλης της αφήγησης “το πνεύμα της οικογένειας”: Πώς η μικρή οικογένεια Κλιάφα δημιούργησε έναν μεγαλύτερο περίγυρο, με ήθος και αξίες. Έναν κύκλο που όλο και απλωνόταν, και αποτέλεσε τελικά “μια μεγάλη οικογένεια”.

 

Από τα γυρίσματα της ταινίας με αφηγητή τον Ηλία Ευαγγέλου.

 

Κάτι πιο προσωπικό, δικό σου, σε σχέση με την ταινία;

 

Κάτι πιο προσωπικό που έχω να πω είναι ότι στην διάρκεια αυτής της δεκαοκτάμηνης ιστορίας η μητέρα μου αρρώστησε και τελικά έφυγε από τη ζωή.

Ένοιωθα ότι αυτό που έφτιαχνα ήταν κι ένας φόρος τιμής στον πατέρα μου και στη μητέρα μου. Αλλά και στους φίλους τους, στους γονείς όλων μας, που έζησαν σε μια εποχή πολύ σκληρή. Που οι άνθρωποι είχαν μάθει να ικανοποιούνται με το λίγο, με το ελάχιστο, με το τίποτα. Που είχαν στερηθεί παρά πολλά πράγματα, που στερήθηκαν το παρόν τους για να κτίσουν ένα μέλλον για τα παιδιά τους.

Όλο αυτό είχε δημιουργήσει, στα δικά τους χρόνια, ένα ιδιαίτερο εργασιακό και κοινωνικό ήθος. Πολύ ξεχωριστό.

Όσο περισσότερο έψαχνα μέσα από φωτογραφίες ή αφηγήσεις ένοιωθα όλο και πιο οικεία, αναγνώριζα πράγματα που είχα ζήσει ως παιδί με τους γονείς μου, έβλεπα πως ίδιες αξίες, ίδιες συμπεριφορές, ίδιο ήθος υπήρχε σε όλον εκείνο τον κόσμο:

Ήταν άνθρωποι που έζησαν σκληρά, που πόνεσαν βουβά, που ονειρεύτηκαν ταπεινά.

 

Σε ευχαριστώ φίλε μου Βασίλη!

 

 

Βιογραφικό του σκηνοθέτη

 

Ο Βασίλης Λουλές είναι σκηνοθέτης ταινιών Ντοκιμαντέρ και Μυθοπλασίας.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και Κινηματογράφο στην Αθήνα.

Οι ταινίες του τιμήθηκαν με βραβεία, έλαβαν μέρος σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, μεταδόθηκαν από ξένα και ελληνικά τηλεοπτικά δίκτυα, συμπεριλήφθηκαν σε διεθνή αφιερώματα και χρησιμοποιούνται ως εκπαιδευτικό υλικό σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Από το 2014 κάνει συχνά περιοδείες προσκεκλημένος από Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και του Καναδά, προβάλλοντας το πολυβραβευμένο «Φιλιά εις τα παιδιά» (για τα εβραιόπουλα της γερμανικής Κατοχής), το «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί» (για τους λαϊκούς παραμυθάδες της Τρικαλινής υπαίθρου), το «Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη» (για την ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης) και άλλα έργα του. Μετά από κάθε προβολή κάνει συζήτηση με το κοινό. Ανάμεσα στα 40 Πανεπιστήμια που έχει επισκεφθεί είναι και τα: Χάρβαρντ, Κολούμπια, Γέιλ, Στάνφορντ, Πρίνστον, Μίσιγκαν, Ντιουκ, Πενσυλβάνια, Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Λος Άντζελες (UCLA).

 

Φιλμογραφία (επιλογή)

 

2022   Μια μεγάλη οικογένεια / ντοκιμαντέρ 69’

2019   Αδελφές ψυχές / ντοκιμαντέρ 20’

2015   On.Off/ ντοκιμαντέρ 13’

2014   Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί / ντοκ. 91’

2014   Θηλειά / ντοκιμαντέρ 12’

2012   Φιλιά εις τα παιδιά / ντοκιμαντέρ 115’

2012   Στα ορεινά βοσκοτόπια / ντοκιμαντέρ 60’

2005   Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη / ντοκιμαντέρ 29’

2000   Ένας λαμπερός ήλιος / μυθοπλασία 36’

1999   Ελευσίνα, ιστορίες στον απόηχο των μηχανών / ντοκιμαντέρ 30’

1996   Μετέωρα-Πίνδος, οδοιπορικό / ντοκιμαντέρ 93’

1993   Ο Αμερικάνος / μυθοπλασία 39’

1990   Απών / μυθοπλασία 15’

 

Σχετικές δημοσιεύσεις