Κωνσταντίνος Λυγνός-Συνθέτης: «Με ενδιαφέρει να κάνω μουσικά έργα που το κοινό μπορεί να παρακολουθήσει»

Ο κ. Κωνσταντίνος Λυγνός σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο και ιδιωτικά με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου. Δάσκαλοί του υπήρξαν επίσης ο Μ. Φ. Δραγούμης (Βυζαντινή και Δημοτική μουσική) και η Χαρά Τόμπρα (πιάνο). Το 1972 έγινε μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής. Συνέχισε της σπουδές του στο Guildhall School of Music and Drama του Λονδίνου. Επίσης παρακολούθησε σεμινάρια με τον W. Lutoslawski και τον H. W. Henze στο Britten-Pears School of Advanced Musical Studies.

Έχει γράψει έργα για Ορχήστρα, μουσική δωματίου, πιάνο, κιθάρα και σόλο ορχηστρικά όργανα, μία σκηνική καντάτα, τραγούδια, κύκλους τραγουδιών, χορωδιακά a capella και μουσικό θέατρο. Έχει γράψει επίσης ηλεκτροακουστική, θεατρική και κινηματογραφική μουσική και ένα musical σε Αγγλική γλώσσα. Το 2000 συνεργάστηκε με το Αμφι- Θέατρο του Σ. Ευαγγελάτου στην παραγωγή του ‘Φάουστ’. Μουσική του έχει παρουσιαστεί και ηχογραφηθεί στην Ελλάδα, την Κύπρο και πολλές άλλες χώρες. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε συναυλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.

Έχει παρουσιάσει ανακοινώσεις σε συνέδρια και ημερίδες. Υπήρξε Εκδότης του περιοδικού της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών «ΠΟΛΥΤΟΝΟν» από το 2003 ως το 2014.

 

Συνέντευξη στον συνεργάτη μας Χάρη Μαντέλλο

 

Κύριε Λυγνέ ενώ έχετε διαπρέψει ως συνθέτης ηλεκτροακουστικής και κλασικής μουσικής το ξεκίνημά σας έγινε μέσα από τη συμμετοχή σε ροκ συγκροτήματα. Τι ρόλο έπαιξαν στη διαμόρφωση του μουσικού χαρακτήρα σας;

 

Όλα έπαιξαν ένα ρόλο. Όμως πιο πολύ απ’ όλα θα έλεγα η αγάπη για το αντικείμενο, η διάθεση, το πείσμα και η επιμονή. Στην αρχή τότε με τη rock κ.λπ., πολλοί ήταν οι φίλοι που κάποια στιγμή απλώς τα παράτησαν. Επίσης όλα αυτά τα χρόνια έχω δει πολλούς να σταματάνε και να ασχολούνται μόνο με τη διδασκαλία των θεωρητικών, τη διεύθυνση Ωδείων και τα διοικητικά. Η ηλεκτρονική, όπως τη λέγαμε τότε, μουσική, είναι τόσο παλιά ιστορία που σχεδόν την έχω ξεχάσει! Στο τέλος όμως από όλα κάτι μένει και όλα μαζί μας κάνουν αυτό που είμαστε. Σκέπτομαι εδώ μία φράση που λέγεται ότι είπε ο Καβάφης στον νεαρό Στρατή Τσίρκα: «Κουλτούρα είναι αυτό που μας μένει όταν ξεχάσουμε όσα έχουμε μάθει.»

 

Ποιους συνθέτες και μουσουργούς είχατε σαν πρότυπα στην πορεία σας;

 

Αν με «πρότυπο» εννοούμε να μιμηθείς κάποιον, δε νομίζω ότι δουλεύει έτσι… Έχω ακούσει και πάρα πολλή μουσική όπου δεν υπάρχει συνθέτης, όπως είναι η jazz, τα δικά μας δημοτικά και άλλες μουσικές εκτός Ευρώπης. Έχω πάρει ιδέες, έχω προσπαθήσει να κλέψω πράγματα, αλλά όταν έρχεται η ώρα που γράφεις ή ηχογραφείς κάνεις αυτό που μπορείς και βγαίνει από μέσα σου, δηλαδή το δικό σου. Έχω θαυμάσει και μελετήσει πολλούς διαφορετικούς συνθέτες και από πολύ διαφορετικούς χώρους. Κάποιοι ήταν πάντα εκεί ως κομμάτι της μεγάλης κεντρικής ευρωπαϊκής παράδοσης και ως ύλη σπουδών: ο Μπαχ, οι τρεις κλασσικοί (Mozart, Haydn, Beethoven), κάποιοι από τους Ρομαντικούς, κάποιοι προκλασσικοί και κάποιοι της Αναγέννησης. Με επηρέασαν συνθέτες εντελώς «εκτός ύλης»: ο Bizet με την Carmen και o Bernstein με το West Side Story, ο Gershwin και πολλοί από τους συνθέτες του αμερικάνικου musical ή της jazz. Συνθέτες του σινεμά όπως ο Rotta ή ο Morricone και από το πιo«λόγιο» πλαίσιο, ο Debussy και ο Bartok. Στον αντίποδα υπάρχουν ο Χατζιδάκις, το Νέο Κύμα και οι Beatles. Άκουγα και ακούω πολλά διαφορετικά είδη μουσικής.

 

Ποια διαδικασία ακολουθείτε στη σύνθεση ενός έργου και τι δυσκολίες μπορεί να προκύψουν στην ολοκλήρωση και στην παρουσίασή του;

 

Σαν να λέμε πώς ξεκινάω με την άδεια σελίδα; Στην πραγματικότητα η σελίδα δεν είναι ποτέ εντελώς άδεια. Υπάρχουν από πίσω τα έργα που έγραψες –κάποια πέτυχαν και άλλα όχι-διαφορετικές ιδέες που δοκίμασες, τυχαίοι αυτοσχεδιασμοί…Μια προθεσμία παράδοσης είναι πάντα πολύ καλή πηγή έμπνευσης! Τότε συγκεντρώνεται κανείς αλλιώς.

Το καλύτερο είναι η σύνθεση του έργου να συνδέεται με κάποια παρουσίαση. Αν δεν υπάρχει τότε συνήθως αρχίζει μία αρκετά «πονεμένη ιστορία» με τις προσπάθειες για εκτέλεση. Γενικά η παρουσίαση είναι μία ολόκληρη ξεχωριστή υπόθεση από τη σύνθεση.

 

 

Στην μακρά σας μουσική διαδρομή ήρθατε σε επαφή μέσω συνεργασιών και συνεντεύξεων με ιερά τέρατα του χώρου όπως ο Μάρκος Δραγούμης που έφυγε προσφάτως από τη ζωή, ο Στέφανος Βασιλειάδης, ο Γιάννης Ανδρέου Παπαϊωάννου, ο Ιάννης Ξενάκης, ο Μενέλαος Παλλάντιος κ.λπ. Μιλήστε μας λίγο για τις εντυπώσεις σας από τις συναντήσεις σας μαζί τους.

 

Ο καθένας ήταν πολύ διαφορετικός από τον άλλον. Τον Παλλάντιο, τον γνώρισα πολύ λίγο όταν του πήραμε μία συνέντευξη. Το ίδιο ισχύει και για άλλους, όπως Αργύρης Κουνάδης ή ο Krzysztof Penderecki. Με τους Hans Werner Henzeκαι Witold Lutosławski έκανα σεμινάρια. Τον Ξενάκη γνώρισα κυρίως ως προσωπικότητα, στην ιδιαίτερη εποχή της Μεταπολίτευσης και τον Χατζιδάκι σε ατέλειωτες βραδινές συζητήσεις στον «Μαγεμένο Αυλό». Κάποιοι υπήρξαν δάσκαλοί μου, όπως ο Γ. Α. Παπαϊωάννου, ο Στ. Βασιλειάδης και ο Μ. Δραγούμης. Άλλοι υπήρξαν φίλοι, συνεργάτες αλλά και πρότυπα συμπεριφοράς όπως ο Θόδωρος Αντωνίου.

 

Ποια θεωρείτε κομβικά σημεία της ενασχόλησής σας με την μουσική και τι συναισθήματα επιχειρείτε να περάσετε στον ακροατή μέσω αυτής;

 

Πιστεύω απόλυτα σε κάτι που είπε ο Oscar Wilde: καλλιτέχνης δεν είναι αυτός που εμπνέεται αλλά όποιος μπορεί να εμπνεύσει τους άλλους. Με ενδιαφέρει να κάνω κάτι που το κοινό μπορεί να παρακολουθήσει. Δεν εννοώ «πιασάρικο» ή απαραίτητα εμπορικό, όμως δεν έχω πια επιμονή με τη δυσκοιλιότητα και τον στριφνό ήχο στο όνομα ενός δήθεν «αισθητικού ηθικού πλεονεκτήματος» ή κάποιας «ιστορικής υποχρέωσης». Όταν σπούδαζα η νέα μουσική όφειλε να είναι δύσκολη. Οτιδήποτε κατανοητό ή πιο «παραδοσιακό» εθεωρείτο ύποπτο για να μην πω τίποτα χειρότερο… Αποτέλεσμα ήταν κάποια στιγμή όταν παιζόταν νέα μουσική οι αίθουσες να αδειάζουν. Δε συμπαθώ τον Philip Glass αλλά έχει δίκιο όταν λέει πως ο 20 ος αιώνας παρήγαγε μία τεράστια ποσότητα αποτυχημένης μουσικής.

 

Η συμφωνική μουσική έχει ακροατήριο και μέλλον στη σύγχρονη Ελλάδα;

 

Στην Ελλάδα η «λόγια» μουσική, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, (συμφωνική και μουσική δωματίου, αλλά και όπερα), ξεκινά από πολύ χαμηλή βάση. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το κοινό με αυτό του θεάτρου. Πίσω το 2003, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού ΠΟΛΥΤΟΝΟν, είχαμε γράψει ότι η μουσική είναι ο φτωχός συγγενής του νεοελληνικού πολιτισμού. Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά έχω δει να γίνονται θετικά

βήματα αλλά συγχρόνως να υπάρχουν και πολύ απογοητευτικά πισωγυρίσματα. Σήμερα στην μετά τον Covid εποχή μπαίνουμε σε μία νέα φάση. Ας ελπίσουμε καλύτερη…

 

 

Ετοιμάζετε κάποια νέα μουσική εργασία που θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας;

 

Κάνω πολλά και διαφορετικά μαζί, όμως πολύ με απασχολεί αυτό από το οποίο ξεκίνησα: το τραγούδι και μάλιστα το «μη λόγιο». Ηχογραφώ λοιπόν και αναρτώ. Στον «Παλιό Στρατηγό» έγραψα στίχους, μουσική, το τραγουδάω (εξ ανάγκης) και έφτιαξα το συνοδευτικό video. Πίσω από τις νότες, τις γραμμές και τις εικόνες, υπάρχει και ένας σχολιασμός της δικής μας παλιάς πολιτικής ζωής που πραγματικά

αναρωτιέμαι τί μπορεί να λέει στους νεότερους…

Σχετικές δημοσιεύσεις