Δημήτρης Αρβανίτης-Σκηνοθέτης, Συγγραφέας: Καλλιτέχνης δεν γίνεσαι μέχρι ένα σημείο αλλά σε ολικό επίπεδο

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με αφορμή το νέο του βιβλίο αλλά και τα πρόσφατα «γεγονότα» στον χώρο του θεάματος

Η εμπειρία του από το ανέβασμα στα Μετέωρα με το καλάθι!

Ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός κ. Δημήτρης Αρβανίτης είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και πολυσχιδής προσωπικότητα. Στα μαθητικά του χρόνια θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη φωτογραφία και το ντεκόρ. Τελειώνοντας το σχολείο θα σπουδάσει στη Φαρμακευτική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά συγχρόνως θα πραγματοποιήσει και δύο προσωπικές εκθέσεις φωτογραφίας. Έχει σκηνοθετήσει πολύ επιτυχημένα τηλεοπτικά σήριαλ όπως “Τολμηρές Ιστορίες”, “Εραστής Δυτικών Προαστίων”, “Η ζωή της άλλης”, “Κλεμμένα όνειρα”, “Casa di Macaroni” κ.α. αλλά και ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Ακόμη παραδίδει και μαθήματα υποκριτικής για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Όστρια το νέο του βιβλίο με τίτλο «Βίοι παράλληλοι».

Συνέντευξη στον συνεργάτη μας Χάρη Μαντέλλο

 

Ερ: Κύριε Αρβανίτη καλή επιτυχία στο νέο σας βιβλίο. Πείτε μας τι αφορά.

Απ: Είναι το δεύτερο βιβλίο μου και το πρώτο μου μυθιστόρημα. Η συγγραφή του κράτησε γύρω στα 4 χρόνια και ξεκίνησε από μια δική μου ιστορική μνήμη που αφορά ένα βιβλίο που βρίσκεται στην ιδιοκτησία μου, έχει τον ίδιο τίτλο και είναι το μοναδικό που σώθηκε από μια βιβλιοθήκη που ανήκε στους προπαππούδες  μου και κάηκε.

Το βιβλίο μου παρακολουθεί την παράλληλη διαδρομή δυο τελείως διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων που θα συναντηθούν κάποια στιγμή και θα έχουνε μια προσωπική σχέση. Ο ένας χαρακτήρας είναι μια κοπέλα από την Συρία και την βρίσκουμε στην αρχή του μυθιστορήματος να προσπαθεί να περάσει στην Ελλάδα. Φτάνει στην Ικαρία, μένει εκεί, μαθαίνει ελληνικά και παρά τον διαφορετικό τρόπο ζωής που έχει συνηθίσει είναι έτοιμη να ζήσει όχι τόσο το ευρωπαϊκό όνειρο όσο τον βαθμό ελευθερίας που έχει στερηθεί μέχρι τότε. Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι ένας Έλληνας που ζει στο Παρίσι και κάνει μια πολύ ιδιαίτερη δουλειά, δουλεύει για μια ιντερνετική εταιρεία που βοηθά ανθρώπους να αυτοκτονήσουν καθώς θέλουν να πεθάνουν αλλά δεν μπορούν να το τολμήσουν. Με αυτό που κάνει δεν αισθάνεται σαν δολοφόνος αλλά ότι κατά κάποιο τρόπο δίνει ανακούφιση σε υποψήφιους αλλά άτολμους αυτόχειρες οδηγώντας τους στον θάνατο. Αυτό που σας λέω για την εταιρεία είναι αληθινή ιστορία, υπάρχει στο σκοτεινό ίντερνετ, προσπάθησα να έρθω σε επαφή μαζί τους για να συγκεντρώσω στοιχεία αλλά όταν κατάλαβαν ότι προσπαθούσα να τους «ψαρέψω» άλλαξαν διεύθυνση.

Αυτός λοιπόν ο δεύτερος χαρακτήρας κάποια στιγμή αποφασίζει να σταματήσει αυτή τη δουλειά, πουλάει τα πάντα και έρχεται στην Ελλάδα, φτάνει και στην Ικαρία όπου εκεί συναντά την κοπέλα που αναφέραμε νωρίτερα. Μιλάνε για το προσωπικό τους παρελθόν και ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι αλλά είναι πολύ πιο κλειστοί μέχρι να φέρουν οι καταστάσεις τα πράγματα έτσι ώστε το παρελθόν να έρθει να τους συναντήσει και εκεί ολοκληρώνεται ο μύθος με πολλά άλλα θέματα. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι το κατά πόσο δύο άνθρωποι με τελείως διαφορετική κουλτούρα, θρησκεία και καταβολές μπορούν να έρθουν κοντά. Το βιβλίο έχει κοινωνική θέση αλλά δεν πολιτικολογεί. Το ξεχωρίζω αυτό γιατί στις μέρες μας δυστυχώς τα πάντα ανάγονται σε πολιτικές τοποθετήσεις και είναι μεγάλο λάθος αυτό γιατί η πολιτική δεν πρέπει να είναι ο μοναδικός στόχος αλλά η αντίληψή μας για το τι θέλουμε από την ζωή και την κοινωνία και αν μπορεί να κάνει κάτι ένα βιβλίο είναι να δώσει ερεθίσματα για το πόσο ανοιχτοί μπορούμε να είμαστε και πώς τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα όταν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το αύριο.

 

Ερ: Τα όσα μου περιγράψατε είναι ιδανικό σενάριο για ταινία. Το σκέφτεστε;

Απ: Όντως έχει μια δομή που θυμίζει κινηματογράφο και θα μπορούσε να γίνει ταινία αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα για να το κάνω διότι το βιβλίο κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα.

 

Ερ: Το προηγούμενο βιβλίο σας ήταν ο «Οδηγός επιβίωσης του ηθοποιού στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση». Ανοίγοντας λίγο αυτό το θεματικό πεδίο τι θα λέγατε σε ένα νέο αγόρι ή νέο κορίτσι που θέλει να γίνει ηθοποιός αλλά μπορεί να έχει σοβαρές επιφυλάξεις να ασχοληθεί με τον χώρο μετά τα όσα ακούγονται τον τελευταίο καιρό;

Απ: Σε ένα κομμάτι αναφέρομαι στις οντισιόν και λέω ότι αν σας ζητήσουν να κάνετε οντισιόν σε ύποπτα μέρη όπως σπίτια και αν σας ζητήσουν να βγάλετε τα ρούχα σας να το αποφύγετε. Αυτά που ακούστηκαν τον τελευταίο καιρό δεν συμβαίνουν μόνο στον χώρο μας, απλώς ο χώρος μας έχει μεγαλύτερη προβολή αλλά και μεγαλύτερες ευθύνες. Υπάρχει η ανάγκη αυτή τη στιγμή να γίνει κάθαρση και εθελοτυφλεί όποιος δεν το καταλαβαίνει. Πρέπει να απομονωθούν αυτά τα ακραία περιστατικά αλλά από την άλλη μεριά να μην κάνουμε το λάθος και πέσουμε σε μια ανθρωποφαγία. Φίλος μου που δουλεύει σε μεγάλη εταιρεία στη Νέα Υόρκη μου είπε ότι φοβούνται να προσλάβουν άντρες γιατί μπορεί οποιαδήποτε γυναίκα υπάλληλος έστω εκδικητικά να μπει σε έναν χώρο, να βγει ουρλιάζοντας και να διώξουν έναν άνθρωπο χωρίς να έχει συμβεί κάτι. Αρχίζει λοιπόν και φτάνει στα άκρα αυτή η ιστορία και πρέπει όλοι να είμαστε σοβαροί δηλ. όσα κραυγαλέα σοκαριστικά περιστατικά συμβαίνουν να τιμωρούνται αλλά και ούτε να καταγγέλλουμε χωρίς αποδείξεις. Άλλη επίσης είναι η περίπτωση της παιδεραστίας που είναι κάτι εξαιρετικά βαρύ και κολάσιμο και άλλη η περίπτωση κάποιου ηθοποιού που μιλάει μια χαρά με τους συναδέλφους και συνεργάτες του και ξαφνικά όταν ανεβαίνει στην σκηνή τρελαίνεται και φέρεται σαν δικτάτορας.

 

Ερ: Το 1982 βρεθήκατε στα Μετέωρα όπου γυρίσατε σκηνές για την ταινία σας «Στο δρόμο του Θεού». Τι θυμάστε από την περιοχή μας;

Απ: Χαίρομαι που μου αναφέρετε αυτή την ταινία. Τα Μετέωρα πάντως τα θυμάμαι περισσότερο από δύο άλλες περιπτώσεις. Κάποτε κάναμε μια σειρά για την ιστορία της ελληνικής τέχνης που ήταν συμπαραγωγή της ΕΡΤ με ξένους παραγωγούς και βρέθηκα στα Μετέωρα όπου αποφάσισα να πάω στο μοναστήρι που ανεβαίνει κάποιος με το καλάθι. Από την Νομαρχία επιτρεπόταν μόνο το ανέβασμα τροφίμων. Εγώ επέμενα να ανέβω για να κάνω κινηματογράφηση, μπήκα στο καλάθι αλλά όπως ανέβαινα βραχυκύκλωσαν τα δυο καλώδια και το καλάθι άρχισε να πηγαίνει ανάποδα με συνέπεια να κρατιέμαι δεμένος από το ένα συρματόσχοινο και το καλάθι να είναι έτοιμο να πέσει κάτω. Δεν φοβήθηκα και συνέχισα να τραβάω αλλά όταν έφτασα επάνω ζήτησα ένα ποτήρι νερό γιατί ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Μια δεύτερη φορά θυμάμαι ότι βρέθηκα στην περιοχή με μια φίλη μου από το εξωτερικό που εντυπωσιάστηκε τόσο που μου ανέφερε –και το έγραφε και για χρόνια μετά στα γράμματά της- ότι τα Μετέωρα είναι ο αφαλός της γης.

 

Ερ: Διάβασα σε μια συνέντευξή σας ότι ξυπνάτε χαράματα και είστε εν δράσει όλη την ημέρα μέχρι αργά το βράδυ. Τι ρόλο παίζει η τέχνη στην ζωή σας σαν δημιουργικό κίνητρο;

Απ: Από παιδί ήμουν ανήσυχος και μπορούσα να δω την τέχνη σε πράγματα που ίσως φαίνονται περίεργα στον πολύ κόσμο. Η τέχνη είναι ζωογόνος, να φανταστείτε ότι δεν μπορώ να κάνω ταξίδια αν προηγουμένως δεν έχω προγραμματίσει σε ποιο μουσείο θα πάω. Και το σπίτι μου είναι φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να νιώθω για δεύτερη φορά καλλιτέχνης. Καλλιτέχνης δεν γίνεσαι μέχρι ένα σημείο αλλά σε ολικό επίπεδο. Καλλιτεχνία δεν είναι να κάνεις ένα επάγγελμα που τυχαίνει να είναι τέχνη αλλά είναι και άλλα πράγματα όπως να ξέρεις να μαγειρεύεις καλά. Από το πρωί που ξυπνάω μου αρέσει να σκέφτομαι, να δημιουργώ και να ετοιμάζω κάτι νέο και για την επόμενη μέρα.

 

Ερ: Στα φετινά Όσκαρ έχουμε υποψηφίους και δύο Έλληνες, τον κ. Φαίδωνα Παπαμιχαήλ για Διεύθυνση Φωτογραφίας και τον κ. Γιώργο Λαμπρινό για Μοντάζ. Πώς είδατε αυτή την είδηση που δείχνει μια θετική πορεία στην διεθνή καταξίωση Ελλήνων δημιουργών;

Απ: Ο ελληνικός κινηματογράφος πέρασε μια ακανθώδη περίοδο που ήταν μετά τον πολύ πετυχημένο παλιό κινηματογράφο. Ήρθε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος που δυστυχώς ήταν λιγάκι αποστασιοποιημένος από τους ανθρώπους και κάπως απομονώθηκε. Υπήρξαν κάποιες πετυχημένες ταινίες αλλά γυρίστηκαν και πάρα πολλές αποτυχημένες που δημιούργησαν αρνητική στάση στο κοινό. Η τέχνη συνήθως περνάει 3 στάδια. Στο πρώτο είναι κάπως σαν το μπλουζ δηλ. δεν ξέρω τι κάνω αλλά το νιώθω τόσο πολύ ώστε ενώ είναι πρωτόγονο έχει αξία. Στο δεύτερο στάδιο είναι ο μπιχλιμπιδισμός δηλ. βάζουμε πολλά πράγματα, κάνουμε κουλτούρα αλλά χάνουμε την ουσία. Το τρίτο στάδιο είναι η κάθαρση όπου δεν έχει τα χιλιάδες κεφάλαια να τρέχουν από πίσω αλλά ξέρει πια πού πατάει. Έχουμε επίσης νέους κινηματογραφιστές με μεγαλύτερη παιδεία που έχουν φυσικά την ελληνική επιρροή αλλά έχουν μια πιο ανοιχτή κουλτούρα και δεν φοβούνται να κάνουν μια ταινία που θα ανοίξει τα φτερά της για να πάει παραπέρα. Αυτή η τρίτη γενιά κινηματογραφιστών έχει μια βαριά κληρονομιά αλλά και πιο ανοιχτά οράματα. Είμαι αισιόδοξος για την συνέχεια.

Σχετικές δημοσιεύσεις