Μεσαία Τάξη: Τα όρια του εμπαιγμού

Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαευθυμίου

 

Τα τελευταία χρόνια ακούμε συνεχώς από τα χείλη των εκάστοτε κυβερνώντων διάφορες απόψεις για την μεσαία τάξη και πως αυτήν επηρεάζει – επηρεάζεται από τις εξελίξεις τόσο στην κοινωνία όσο και στο μέτωπο της οικονομίας.

Ποιος όμως είναι ο ορισμός της μεσαίας τάξης;

Πως αυτήν ορίζεται και ποιοι την αποτελούν;

Είναι γνωστό, ότι η ύπαρξη μίας ισχυρής και ευημερούσας μεσαίας αστικής τάξης είναι καθοριστικής σημασίας, για κάθε επιτυχημένη οικονομία και κοινωνία συνοχής. Η μεσαία τάξη συντηρεί την κατανάλωση, οδηγεί μεγάλο μέρος των επενδύσεων στην εκπαίδευση, στην υγεία και στον στεγαστικό τομέα και παίζει έναν ρόλο – κλειδί στη στήριξη των συστημάτων κοινωνικής προστασίας μέσω των εισφορών της στη φορολογία. Οι κοινωνίες με ισχυρή μεσαία τάξη έχουν χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και ικανοποίησης από τη ζωή, καθώς και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα και καλή διακυβέρνηση.

Σε κοινωνίες κοινωνικής κινητικότητας (στην περίπτωσή μας καθοδικής), η «μεσαία τάξη» φαίνεται πάντα μεγαλύτερη από ό,τι είναι. Τα φτωχότερα στρώματα ταυτίζονται με τη μεσαία τάξη από προσδοκία και τα πλουσιότερα από υποτίμηση της ευημερίας τους.

Η μεσαία τάξη, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ, που επικαλείται ο ΣΕΒ, καλύπτει εισοδήματα 14.700-39.300 ευρώ τον χρόνο καθαρά, για ένα νοικοκυριό με δύο ενηλίκους και δύο παιδιά άνω των 14 ετών. Είναι η εισοδηματική κατηγορία που βρίσκεται στο διάστημα μεταξύ 75% και 200% του διάμεσου εισοδήματος (αυτού που χωρίζει το πλουσιότερο 50% του πληθυσμού από το φτωχότερο 50%), το οποίο ανέρχεται σήμερα περίπου στις 20.000 ευρώ. Πριν από την κρίση, το 2009-2010, το διάμεσο εισόδημα βρισκόταν περίπου στις 30.000 ευρώ, άρα πράγματι κατρακύλησε στην κρίση. Στη μεσαία τάξη ανήκει έτσι, σήμερα, το 54% του πληθυσμού, από 49% πριν από την κρίση.

Σύμφωνα με το τελευταίο δημοσιευμένο ετήσιο στατιστικό δελτίο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), το 52% των φορολογικών δηλώσεων είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω των 8.000 ευρώ. Το 83% κάτω των 20.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με δύο τέκνα, λίγο περισσότερες από τις μισές φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν, είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω από 15.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το δελτίο του ΣΕΒ, η μεσαία τάξη έφτασε να καλύπτει πάνω από τα μισά φορολογικά έσοδα, «λόγω της τεράστιας υπερφορολόγησης κατά την περίοδο των μνημονίων και της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος».

Κατά τη γνώμη μου μεσαία τάξη είναι όλοι οι άνθρωποι που πασχίζουν να βελτιώσουν τη ζωή τους με την εργασία τους γιατί αν δεν δουλέψουν , δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από πουθενά. Είναι οι άνθρωποι που θέλουν μια σταθερή δουλειά για να τους δοθεί η ευκαιρία να σπουδάσουν τα παιδιά τους και να φτιάξουν κάτι στη ζωή τους , ένα σπίτι , μια επιχείρηση , να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο…

Αυτό που ορίζουμε σήμερα ως μεσαία τάξη άρχισε να παίρνει μετρήσιμα χαρακτηριστικά την δεκαετία του 80΄κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Αντρέα Παπανδρέου. Ήταν η περίοδος όπου η μισή ελληνική κοινωνία βγήκε από το κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο και απέκτησε αυτοτέλεια και αξιοπρέπεια.

Ένα αριστερό κόμμα ( ΣΥΡΙΖΑ ) απευθύνεται κυρίως στην οικονομικά χαμηλότερη τάξη για να αποκτήσει πλειοψηφία στις εκλογές.

Είναι επίσης γενικά παραδεκτό ότι η τάξη αυτή δεν αποτελεί την κύρια δεξαμενή ψήφων ενός συντηρητικού ή κεντρώου κόμματος ( ΝΔ )

Η μεσαία αυτή τάξη, από την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προήλθε και τα συμφέροντα της οποίας οι πολιτικές του δεν υπηρέτησαν, (σ.σ  ποιός ξεχνά τη σεξουαλικού περιεχομένου κυνική ομολογία Πολάκη),  ήταν εκείνη που τιμώρησε το κόμμα της Αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες εθνικές  εκλογές. Τη μεσαία τάξη τώρα, επ’ εσχάτων, θυμήθηκε η κυβέρνηση της Ν.Δ  σε μια απέλπιδα τελική προσπάθεια προεκλογικού εξευμενισμού. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση και τα μέτρα που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός απο το βήμα της ΔΕΘ περί αστείων φοροαπαλλαγών που όμως δεν αφορούν τη μεσαία τάξη.

Αν μελετήσουμε τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τον προσδιορισμό του φετινού ΕΝΦΙΑ θα ανακαλύψουμε ότι το 75,3% ή 5.442.207 ΑΦΜ κατέχουν ακίνητα αξίας έως 80.000 και πως το 87% των φορολογουμένων στην Ελλάδα έχει -δηλωμένη- περιουσία αξίας έως 150.000 ευρώ. Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα ακίνητης περιουσίας 800.000 για να δώσουν στο κάθε τους παιδί, δηλαδή δυο γονείς, 1.600.000; Το 0,2% των ιδιοκτητών ακινήτων ή 14.340 που κατέχουν ακίνητα αξίας πάνω από 1.000.000 ευρώ. Έτσι κι αλλιώς, μέχρι σήμερα υπήρχε αφορολόγητο έως τις 150.000 ευρώ, ενώ για αξία μέχρι τις 300.000 ευρώ ο φόρος ήταν 1.500 ευρώ όσον αφορά τα ακίνητα. Ευπρόσδεκτη η μείωση, αλλά δεν αφορά όλους, ούτε λύνει τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολλοί.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι από την ετήσια έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το χρέος, την κατανάλωση και τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, τα οποία αφορούν το πανδημικό έτος 2020.  Στο ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα, θα ήταν δυνατό να διατηρήσει το νοικοκυριό το τρέχον βιοτικό επίπεδο με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των αποταμιεύσεών του (σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή στο σπίτι), το 32,9% των νοικοκυριών δηλώνει για λιγότερους από 3 μήνες, το 17% από 3 έως 6 μήνες, το 8,2% από 7 έως και 12 μήνες και το 5,9% για περισσότερους από 12 μήνες. Το 36%, μάλιστα, απαντά ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις. Με λίγα λόγια πάνω από το 75% είτε δεν έχει αποταμιεύσεις είτε του φθάνουν για 3 μήνες.

Ο ΣΕΒ στέλνει ένα μήνυμα, μέσω του δελτίου του: Η μείωση της φορολογίας, που έχει ξεκινήσει, να συνοδεύεται από αναπτυξιακά μέτρα, περιορισμό της φοροδιαφυγής και διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας. «Άλλωστε, στην Ελλάδα», υποστηρίζει, «οι εκλογές κερδίζονται και χάνονται με βάση την αβεβαιότητα που βιώνει η μεσαία τάξη, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την υπερφορολόγηση που την πλήττει».

Το πρόβλημα λοιπόν της μέσης ελληνικής οικογένειας δεν είναι πώς θα μεταβιβάσει στα παιδιά της χωρίς φόρο περιουσιακά στοιχεία μέχρι 800.000 ευρώ. Χρειάζεται νέο όραμα, νέα πρόταση και νέα σχέση εμπιστοσύνης – που θα πείσει τους «μεσαιοταξίτες» πως δεν θα παραμείνουν οι νεόπτωχοι και της νέας κρίσης, πως η επόμενη μέρα και η ανάκαμψη θα έχει πλούτο και γι’ αυτούς, και πως τα παιδιά τους δικαιούνται -και θα έχουν- αύριο καλύτερες προοπτικές δουλειάς και εισοδήματος και αυτά δυστυχώς δεν τα ακούσαμε ούτε από τον Πρωθυπουργό ούτε και από τον αρχηγό της Αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σχετικές δημοσιεύσεις