Ιστορικό μυθιστόρημα για την άλωση της Πόλης

Από τον Τρικαλινής καταγωγής συγγραφέα Βασίλη Τσιάμη

 

Η Άλωση της Πόλης αποτελεί σταθμό στην Ελληνική Ιστορία, καθώς σήμανε το τέλος της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την τυπική έναρξη της πολύχρονης τουρκικής σκλαβιάς, η οποία στη Θεσσαλία διήρκησε 488 χρόνια. Ο Ελληνικός λαός έζησε με το όνειρο του «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θά ’ναι». Κι αυτό το όνειρο επαληθεύτηκε με την απελευθέρωση των περισσοτέρων ελληνικών εδαφών, αλλά, ενώ άγγιξε κατά την περίοδο 1919-1921, και την πλήρη επαλήθευσή του με την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας, η Πόλη με την Αγιά Σοφιά παρέμειναν στους Τούρκους. Με την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 χάθηκε πλέον και το όνειρο.

Για το πώς αλώθηκε η Πόλη (Κωνσταντινούπολη) και τον θρύλο του «μαρμαρωμένου βασιλιά» πολλά γράφτηκαν από τους ιστορικούς αλλά καθώς το γεγονός αυτό δεν μας είναι ευχάριστο, μας αρέσει να ρίχνουμε στους άλλους τις ευθύνες και να αγνοούμε τις πραγματικές αιτίες. Δεν διαβάζουμε τις μελέτες των νεώτερων ιστορικών ή και τους ίδιους τους ιστορικούς της Αλώσεως (Σφραντζή, Δούκα, Χαλκονδύλη και Κριτόβουλο).

Μία πρόσφατη έκδοση μας δίνει την δυνατότητα να ενημερωθούμε σχετικά με το γεγονός της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης.  Πρόκειται για το ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο «54 Ημέρες. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης», συγγραφέας  του οποίου είναι ο Τρικαλινός Βασίλης Τσιάμης, που κατάγεται από την Βασιλική Καλαμπάκας και έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το εν λόγω έργο είναι απόρροια βαθιάς μελέτης των σχετικών πηγών και των επιστημονικών ιστορικών μελετών, ώστε μέσα από αυτό μάς δίνει τη δυνατότητα να μάθουμε πιο εύκολα τα σχετικά με την υπεράσπιση της Πόλης και την «Άλωσή» της.

Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε 137 μικρά μέρη και η τεκμηριωμένη αφήγηση (παρατίθενται σχετικές υποσημειώσεις). Στην αρχή δίνεται συνοπτικά η επικρατούσα κατάσταση μετά την ανάρρηση στον σουλτανικό θρόνο του Μεχμέτ Β΄, ο οποίος έναν χρόνο αργότερα άλωσε την Πόλη.

Μελετώντας το βιβλίο ενημερωνόμαστε πλήρως για τον ρόλο των «Ενωτικών» και των «Ανθενωτικών» κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες, για το ποιοί αμύνθηκαν στηρίζοντας τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στην απόκρουση των Οθωμανών και ποιοί ευθύνονται περισσότερο. Ο συγγραφέας θεωρεί κυρίως υπεύθυνους τους θρησκόληπτους ανθενωτικούς, οι οποίοι πίστευαν «πως ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» και θεωρούσαν «Κάλλιον ειδέναι [εν τη Πόλει] φακιόλιον τουρκικόν παρά καλύπτραν λατινικήν» αποδοκιμάζοντας φανερά τον αυτοκράτορα και καταδικάζοντας τελικά το γένος μας στη μακρόχρονη οθωμανική σκλαβιά, που μας άφησε πολύ πίσω ως έθνος σε σχέση με τη Δύση. Ο Συγγραφέας αναφέρει επίσης ότι κάποιοι «Λατίνοι»,  όπως ο Γενουάτης Ιουστινιάνης και ο Γερμανός μηχανικός Γκραντ, έδειξαν πολύ μεγαλύτερο αγωνιστικό σθένος στην άμυνα της Πόλης σε σχέση με πολλούς Ρωμιούς της ανθενωτικής παράταξης, ή κάποιους ευγενείς που είχαν επιλέξει τη φυγή αντί για τον αγώνα.

Ο Βασίλης Τσιάμης έχει μελετήσει ενδελεχώς πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, τόσο ξένων όσο και Ελλήνων ιστορικών. Είναι επιπροσθέτως πολύ καλός γνώστης των ιδεολογιών – θρησκευτικών, φιλοσοφικών αλλά και πολιτικών, που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Η απεικόνιση των προσώπων είναι πιστότατη από ιστορικής απόψεως, όπως και οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων του και οι εικόνες που δημιουργεί. Ένα άλλο σημείο, το οποίο κάνει το μυθιστόρημα να διαφέρει από άλλα του είδους του, είναι ότι ο συγγραφέας δεν φαίνεται να ξεχωρίζει κάποιον από τους ήρωές του ως πρωταγωνιστή, πέρα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Οι άλλοι χαρακτήρες, αληθινοί και μη, όπως ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, ο επικεφαλής της άμυνας Γενουάτης Ιουστινιάνης, ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ (γνωστός εσφαλμένως ως Μωάμεθ), ο αρχηγός των ανθενωτικών Γεννάδιος, ο πιστός στρατιώτης στον αυτοκράτορα Ραγκαβές, ο γραφέας Βασίλειος και η ανθενωτική ραδιούργα Μανφρεντίνα, εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου, χωρίς όμως ο συγγραφέας να ξεφεύγει από το βασικό θέμα του βιβλίου του: από την αφήγηση δηλαδή των γεγονότων της πολιορκίας, η οποία είναι και ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Εστιάζοντας στις 54 μέρες πολιορκίας της Βασιλεύουσας, τις οποίες αφηγείται ημέρα προς ημέρα, ο Τσιάμης ξεκινά την εξιστόρηση των γεγονότων από τον Μάρτιο του 1452, προκειμένου να εξηγήσει επαρκώς τα ιστορικά γεγονότα και να μας συστήσει τους ήρωες του βιβλίου του, κυρίως δε να αποτυπώσει το κλίμα στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους της Κωνσταντινούπολης και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πριν, κατά και μετά την πολιορκία και την τελική άλωση.

Για να έχουμε μια ιδέα για τον τρόπο που ο Β. Τσιάμης παρουσιάζει τα γεγονότα αναπλάθοντάς τα παραστατικότατα στο ιστορικό μυθιστόρημά του «54 Ημέρες», παραθέτουμε ένα απόσπασμα (σελ. 520-521), το οποίο αναφέρεται στην τελευταία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά στις 27 Μαΐου 1453.

«Η τελευταία λειτουργία

Ξημέρωσε Κυριακή 27 Μαΐου του 1453, των Αγίων Πάντων. Ο βασιλιάς είχε ξυπνήσει πριν ξημερώσει. Είχε χάσει κάθε ελπίδα. Αλλά ήταν καλά προετοιμασμένος και αποφασισμένος να πιει το φαρμάκι ως την τελευταία σταγόνα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, της απάνθρωπης απελπισίας, ένιωσε ότι η αντίσταση μέχρις εσχάτων θα άφηνε σίγουρα κάποια παρακαταθήκη στο μέλλον. Αυτό ανακούφισε τον κάπως. Με το άλογό του επιθεώρησε τις επάλξεις και τους πύργους κατά μήκος όλων των τειχών, χερσαίων και παραθαλάσσιων, και διαπίστωσε ότι όλα ήταν όπως έπρεπε. Στη συνέχεια θα πήγαινε στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Από ένστικτο, σαν ένα αόρατο χέρι να τους κατηύθυνε, όλοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν συρρεύσει από νωρίς το πρωί στη Μεγάλη Εκκλησία, που έστεκε αφώτιστη, απεριποίητη, σκυθρωπή.

Η Θεία Λειτουργία ήταν πρωτόγνωρη. Τα κλάματα και οι φωνές των μικρών παιδιών, το βουητό από τους γογγυσμούς των γυναικών, οι κραυγές απελπισίας και οδύνης κάλυπταν τις δεήσεις των διακόνων και των ιερέων, που στέκονταν με τα τριμμένα και πολυκαιρισμένα άμφιά τους στην Ωραία Πύλη και έψελναν με αναφιλητά. Η Αγία Σοφία είχε απογυμνωθεί από κάθε πολύτιμο κόσμημα, στερημένη από τα αναγκαία σκεύη για να γίνει σωστά η μυσταγωγία. Οι γονυκλισίες, οι ικεσίες και οι οιμωγές των πιστών έδιναν την εντύπωση νεκρώσιμης ακολουθίας. Η λύπη, το πένθος, η θλίψη των στιγμών έκαναν και τις πέτρες ακόμη να ραγίσουν.

Η εθιμοτυπία και οι τυπικότητες είχαν καταργηθεί. Οι ανισό­τητες μεταξύ των πολιτών εξανεμίστηκαν. Οι κάτοικοι της Πόλης, κατατρομαγμένοι και παραλυμένοι από τον χειρότερο φόβο, έκα­ναν μετάνοιες – ο τεχνίτης με τον πατρίκιο, οι ζητιάνοι με τους άρχοντες, οι εταίρες των καπηλειών με τις κρινοδάχτυλες δεσπο­σύνες, οι σεβάσμιες κυράτσες με τις απλές υπηρέτριες, όλοι και όλες σφιχταγκαλιασμένοι προσκύναγαν και ανέκραζαν το «Κύριε ελέησον» σπαραξικάρδια, κάνοντας τις κολόνες του ιερού ναού να δακρύσουν.

Αιφνίδια ψίθυροι διέτρεξαν το πλήθος. Οι Γερμανοί σωματο­φύλακες άνοιξαν δρόμο για να περάσει ο αυτοκράτορας. Με τα επίσημά του ενδύματα φθαρμένα, προχώρησε προς την Αγία Τρά­πεζα, χωρίς το στέμμα του, κατηφής, με μάτια κατακόκκινα από τα δάκρυα. Μια βουβή θλίψη απλώθηκε. Οι πιστοί παρακολου­θούσαν τον αυτοκράτορα. Οι ανάσες τους εναρμονίστηκαν με τον βηματισμό του. Αργά, στέρεα, περήφανα βήματα.

Το πρόσωπο του αυτοκράτορα συσπάστηκε. Προσπάθησε να πνίξει κάθε λυγμό που γύρεψε δίοδο. Προσευχόταν από μέσα του, με τα μάτια καρφωμένα ψηλά, στη γαλήνια μορφή του Χρι­στού. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στην Παναγία. Το πρόσωπό της πήρε λίγο από το βάρος της ψυχής του. «Αφήνομαι στο έλεος σου. Αν δεν με αγαπάς κι εσύ, τότε δεν έχει τίποτε σημασία στον κόσμο», ψιθύρισε.

Δεν ήταν μόνο οι ζωντανοί εκείνη την ώρα μέσα στην Αγία Σοφία. Ο καθένας μπορούσε να αφουγκραστεί την παρουσία των απημένων προσώπων του που είχαν πεθάνει. Ένιωθε την ψυχή τους δίπλα του, παρευρίσκονταν κι αυτοί στη Θεία Λειτουργία. Μπορούσε να ψηλαφίσει κανείς στο ημίφως τα οικεία πρόσωπα. Ο αυτοκράτορας έσκυψε να μεταλάβει τα Άχραντα Μυστήρια».

Ο Β. Τσιάμης έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον και συναρπαστικό βιβλίο, το οποίο αξίζει να το διαβάσουμε, γιατί πολλά θα μάθουμε και θα διδαχτούμε.

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α. ΝΗΜΑΣ, δ.φ.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις