ΒΙΒΛΙΟΓΝΩΡΙΜΙΕΣ Βασιλικής Νημά «Τα Τετράδια της Μάνας»

Αναμνήσεις από την παλιά ζωή στον Πλάτανο Τρικάλων,

Εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 1-148.

 

Γράφει ο φιλόλογος Νίκος Κατοίκος

 

Περί το τέλος τού 2019 εκδόθηκε με τα ανωτέρω στοιχεία ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με επιμέλεια του διακεκριμένου φιλολόγου (γιου τής αείμνηστης συγγραφέως) Θεοδώρου Αθ. Νημά, και με προλεγόμενα της Αικατερίνης Πολυμέρου – Καμηλακη, τ. Διευθύντριας του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας τής Ακαδημίας Αθηνών.

Προηγείται ένας ωραίος πρόλογος του βιβλίου, που υπογράφεται από τα τρία παιδιά τής Βασιλικής Νημά, τον Θεόδωρο, την Ελένη και τον Βασίλη. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτού του προλόγου, τα οποία μας δίνουν μια πρώτη εικόνα τής συγγραφής.

  1. «[Η μάνα μας] βίωσε, όπως κάθε αγρότισσα, τη σκληρότητα της γεωργικής ζωής, αλλά και την απλότητα και τις χαρές τής μικρής κλειστής κοινωνίας τού χωριού με τα όμορφα πανάρχαια ήθη και έθιμά του, των οποίων υπήρξε ενεργή και πιστή φορέας».
  2. «Ήταν εσωστρεφής, ευαίσθητη και ευάλωτη. Διέθετε έναν γοητευτικό συνδυασμό ευφυΐας και αθωότητας, που μας αφόπλιζε».
  3. «Πονούσε με τα παλιά που χάνονταν και μπερδευόταν με τα καινούργια. Και δεν τα πήρε όλα τα “παλιά” μαζί της. Μας τα άφησε γραμμένα, ως ευχάρι- στη έκπληξη, σε έξι τετράδια».

Τα Προλεγόμενα της κ. Καμηλάκη είναι εκτεταμένα (σελ. 9-16) και σημαντικά. Μεταξύ άλλων γράφει: «Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικές τις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από τέτοιου είδους κείμενα. – Το υλικό που προκύπτει μέσα από τις γραμμές τών προσωπικών αναμνήσεων της Β.Ν. αφορά σε όλα τα θέματα του λαϊκού πολιτισμού. – Η Βασιλική Νημά σεμνά και ταπεινά προσθέτει με την καταγραφή τών αναμνήσεών της ένα στέρεο λιθαράκι της στις γνώσεις μας για τη μεταβατική κοινωνία τής Δυτικής Θεσσαλίας. Η μνήμη της “άκαυτη βάτος”».

Η δομή τού βιβλίου είναι η εξής: Μετά τους δύο προλόγους (σελ. 8-16) ακολουθεί ένα λεύκωμα 38 φωτογραφιών τού οικογενειακού κύκλου (σελ. 17-32). Έπεται το πλούσιο περιεχόμενο των έξι τετραδίων (σελ. 33-134). Στο τέλος τού βιβλίου ο επιμελητής Θεόδωρος Νημάς, ο οποίος έκαμε τη μεταγραφή και έγραψε τα απαραίτητα σχόλια, παραθέτει και ένα ιδιωματικό γλωσσάριο 272 λέξεων, τις οποίες ερμηνεύει και ετυμολογεί. Αλλά και η ίδια η συγγραφέας σε πολλά σημεία τών γραπτών της παραθέτει ερμηνείες λέξεων, φράσεων και πραγματολογικών στοιχείων

               ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

  1. Άριστη η επεξεργασία και σελιδοποίηση από την κ. Ιωάννα Κ. Κορδαλή (Θεσσαλονίκη), καθώς και η εκτύπωση από τον Εκδοτικό Οίκο τών Αδελφών Κ. και Μ. Σταμούλη – Ιωάννη Χαρπαντίδη (Θεσσαλονίκη).
  2. Εμπεριστατωμένοι και κατατοπιστικοί οι δύο πρόλογοι (των παιδιών τής Βασιλικής Νημά και της κ. Αικατερίνης Καμηλάκη).
  3. Απαραίτητο το φωτογραφικό λεύκωμα και σκόπιμη η πρόταξή του (πριν από το κείμενο των αναμνήσεων της συγγραφέως).
  4. Η ολοσέλιδη (έγχρωμη) φωτογραφία της Μάνας, βαλμένη πριν από όλα τα κείμενα του βιβλίου, λειτουργεί υποβλητικά και προοικονομικά.
  5. Η μεταγραφή τού κειμένου από τον Θεόδωρο Νημά έγινε με προσοχή, προκειμένου να μη χαθεί η ομορφιά τού ιδιωματικού λόγου, που, ως γνωστόν, είναι η βάση για οποιαδήποτε άλλη γλωσσομάθεια.
  6. Η κεφαλαιοποίηση των κειμένων από τον επιμελητή είναι πολύ βοηθητική, για να κατανοούνται από τον αναγνώστη.
  7. Τα κείμενα της Μάνας είναι απλά, σεμνά, αληθινά, ανθρώπινα, αγωνιστικά, συμπαθή, ενδιαφέροντα, εξομολογήσεις μιας γνήσιας ελληνίδας μάνας. Η θεσσαλική ιδιωματική γραφή της θελκτική και αξιοπρόσεκτη.

               ΜΕΡΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

  1. Τον Νοέμβριο στις 11 του μηνός [του 2005] πέθανε και ο ’θοποιός Αλέκος Αλεξανδράκης. Τούδαμε στην τηλεόραση, πολύς κόσμος ήταν. Επίσης αυτόν τον καιρό γίνονταν τα επεισόδια στην Γαλλία, πολλοί μετανάστες στα προά-στια της Γαλλίας, καταστροφές μεγάλες (σελ. 35).
  2. Μόνο ένα ζεβγάρι καλά παπούτσια είχαμε να πάμε στην εκκλησία και σε κάνα γάμο. Και ένα ζευγάρι απλά παπούτσια για τον χειμώνα. Μόλις έπιρνι το καλοκαίρι, ξυπόλητες· και στον θέρο φορούσαμε γουρνοτσάρχα (σελ. 37).
  3. Ήταν πολλά κορίτσια και παιδγιά. Δεν φέγανε από το χωργιό, ούτε για να μάθουν γράμματα. Μόνο κανένα αγόρι για τσαγκάρης, γιατί τότε μπάλωναν όλα τα παπούτσια, προπαντός οι άντρες (σελ. 39).
  4. Τότε δεν χώριζαν τα αδέρφια [οι οικογένειες των αδελφών], μεγάλωναν τα παιδγιά τους, τα πάντρεβαν και μετά χώριζαν (σελ. 50).
  5. Τώρα θα γράψω για τον Χριστόδουλο που τον έκαμαν ενχείριση την Δευτέρα, να τον βάλουν το μόσκεμα, αλλά δεν ήταν τυχερός ο καημένος. Τον βρήκαν την κακιά αρρώστια. Στις πέτρες και στα λιθάργια να πηγαίνη, μακριά από τον κόσμο. Ίσως βρει θεραπεία με τα φάρμακα. Όλοι προσεύχονται γι’ αυτόν. Πέρασε μεγάλη ταλαιπωρία ο καημένος. Έχει ο Θεός. Μπορεί να το παραμερίση το κακό. Πήγε και στην Αμερική, στο Μαϊάμι, από τον Αύγουστο, τίποτα δεν έγινε. Ας τον φυλάξη ο Θεός (σελ. 61).
  6. Το 1940 στις 28 Οκτωβρίου το πρωί χτυπούσαν οι καμπάνες, για να πάνε οι άντρες να παρουσιαστούν στον Στρατό. Μήνας Οκτώβριος και όλοι κλαίγαμε που έφευγαν τα παιδγιά για τον πόλεμο (σελ. 61).
  7. Πολλά, βρε παιδιά, από λίγο λίγο τα θυμάμαι. Πότε ήταν οι Γερμανοί, Ιταλοί, κρύβαμε το γέννημα, σιτάρι, καλαμπόκι μέσα στις κάσες, φκιάναμε γούρνες μέσα στις καλύβες, ήταν με χώμα και σκάβονταν, στα σιντούκια στα προικιά, και τα παραχώναμε μην τα πάρουν, μην τα κάψουν. Ως και λίγο βούτυρο πούχαμε, το κρύβαμε στα χορτάργια στον κήπο, γιατί τάπαιρναν. Οι Ιταλοί είχαν και Έλληνες κοντά, τους λέγανε Λεγεωνάρδες (σελ. 64).
  8. Οι Γερμανοί ερχόνταν ταχτικά στο χωργιό. Μια μέρα μάζεψαν όλους τους άντρες στο μαγαζί και τους έβαλαν με τη σειρά να τους εκτελέσουν, αλλά ήταν ο Τσιαντούλας από το Μέρτσι πούταν στα Ραλλικά και γνώριζε τους Βανιώτες και τους γλίτωσε. Μια μέρα την Μεγάλη Βδομάδα πήγαν στο Ρίζωμα οι Γερμανοί και σκότωσαν από το Ρίζωμα 2 (σελ. 66).
  9. Πού να παίρνης σειρά τότε. Ιταλοί, Αντάρτες, Γιρμανοί. Πόσα σπίτχια έκαψαν οι Ιταλοί! Καλαμπάκα, Βοϊβότα (σημ. Βασιλική), γιατί έπχιαναν τη δημοσιά που περνούσαν Ιταλοί, Γερμανοί, μετά έκαιγαν τα σπίτχια, σκότωναν (σελ. 66).
  10. Το βράδυ πήγαν οι αντάρτες στο σπίτι και βροντούσαν την πόρτα. Ο παπ-πούς ο Μήτρος πήγε να τους ανοίξη, γιατί ο παππούς ο Βασίλης ήταν στα πρόβατα. Την νεολαία ήθελαν οι αντάρτες, όχι τους παππούδες. Τέλος, ο παππούς που πήγε ν’ ανοίξη την πόρτα έκανε πως δεν έβλεπε ν’ ανοίξη, να περάση λίγη ώρα, ωσότου να κρυφτούν τα κορίτσια και ο κουνιάδος μου ο Σπύρος, που ήταν στο σπίτι (σελ. 69).
  11. Και ένα βράδυ πέρασαν αντάρτες και γίνονταν μάχη απέξω από το χωργιό. Σκοτώθηκαν καναδυό αντάρτες, μία συναγωνίστρια. Εγώ είδα, έφερναν έναν αντάρτη σκοτωμένον και φοβήθηκα. Τι κακό ήταν και αυτό, να πολεμούν αδέρφια, ένας αδερφός χωροφύλακας και άλλος αντάρτης (σελ. 70).
  12. Γλέπετε πόσην κούραση είχαν οι γυναίκες! Να λαναρίσουν, να γνέσουν, να τα φκιάσουν αλτσίδγια, να τα βάψουν, να τα μαζέψουν γκουβάργια. Εκείνα τα χρόνια δεν είχαν τελειωμό οι δουλές, προπαντός το βράδυ φκιάναμε τα περισσότερα. Δεν ήταν τηλεόραση τότε. Τραγούδγια και παραμύθχια, να περνά η ώρα. Άμα θυμάμαι, παιδγιά, αυτές τις δουλές, μ’ έρχεται τρέλλα! Πώς τις παίρναμε σειρά! (σελ. 77).
  13. Ξέχασα να σας γράψω. Προτού να αρχίσωμε να θερίζωμε, να στιγνώσουν καλά τα σιτάργια, θερίζαμε πχιο γρήγορα, πρώιμο θέρο το λέγαμε, και στεγνώναμε στον ήλιο και το στομπούσαμε με τα ξύλα, για να προλάβωμε πχιο γρήγορα να φκιάσωμε ψωμί (σελ. 77).
  14. Το φθινόπωρο οι άντρες είχαν πολλές δουλές να κάνουν, να φκιάσουν τα μαντριά, να σηκώσουν χαντάκια στα χωράφχια, να φκιάσουν φράχτες, να πάνε στο δάσος για παλούκια για τις φράχτες, να κόψουν ζγάργια, φούρκες για τα μαντριά. Ζγάργια ήταν τα μακριά ξύλα και χονδρά. Να πάνε για πουρνάργια φραξίδγια, δηλαδή νάναι μακρουλά, να τα φράξουν στις φράχτες, και άλλα για να καίμε ιμείς οι γυναίκες στις γάστρες, στους φούρνους, για προσάναμμα στα καζάνια που πλέναμε (σελ. 81).
  15. Τότε είχαν από 6 παιδγιά, 8-7, 2-3 σπάνια, και τάχαν όλα στο χωργιό. Άλλος τσιοπάνος, άλλος στο χωράφι, άλλος στον λόγγο, άλλος στο σπίτι. Δεν μάθαιναν γράμματα, είχαν φτώχεια, δεν είχαν άνχος (σελ. 83).
  16. Αφού τελείωνε το γλέντι [των αρραβώνων], η νύφη έδωνε τα δώρα: τον γαμπρό τσιρέπχια και μαντιλάκι, και τσιρέπχια όλους τους σπιτχιαραίους του γαμπρού. Ο γαμπρός τα δαχτυλίδγια, το τραπεζομάντιλο, τα κουφέτα και το μαντίλι. Τώρα οι συγγενείς πλησιότεροι πήγαιναν δώρα στην νύφη. Ωσότου να γίνη ο γάμος, πήγαινε άλλος φουστάνι ύφασμα, άλλος φτηνό και άλλος ακριβό. Και τους πήγαιναν και κουφέτα, καραμέλες (σελ. 84).
  17. Τα παλιά χρόνια ήταν πολύ ευχάριστη η ζωή, και αν δεν είχαμε τα μέσα πόχουμε τώρα. Τότε ήταν πολλά παιδγιά στο χωργιό και κορίτσια. Και τα κορίτσια νυχτερέβανε και ερχόνταν και γυναίκες, μας έλεγαν ιστορίες. Τα κορίτσια τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια ως το ξημέρωμα. Οι γονείς δεν είχαν άνχος πως έχουν τώρα που φέγουν τα παιδγιά, κορίτσια του χωργιού στα ξένα σε διάφορες πόλεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καστοργιά. Παντρέβονται μακριά από το χωργιό. Πολύ λίγα παντρέβονται στο χωργιό τους. Τότε τούχαμε γέλιο να παντρεφτούμε σε άλλο χωργιό (σελ. 117).
  18. Τώρα πολλή στινοχώργια έχουν πώς να τα σπουδάξουν και πότε να πάρουν το πτυχίο και πότε να διοριστούν. Εμείς, δόξα τω Θεώ, καλά πήγατε όλα. Παιδγιά, γεια παρακαλάτε. Μέχρι σήμερα, δόξα τω Θεώ, υγεία είναι το κυριότερο και αγάπη τα αντρόγυνα (σελ. 117).
  19. Πρώτα δεν πήγαιναν οι γυναίκες στον γιατρό να αποχτήσουν, ήταν κάτι μαμές πραχτικές και τότε πέθαιναν πολλές γυναίκες στην γέννα. Τώρα τα παιδγια, αφού γεννιόνταν, δεν είχαμε πάνες πως έχουν τώρα, όλο μάλλινα, παλιόφουστες, με σκούτινα παλιά έστρωναν την κούνια, σαρμάντζα την λέγαμε, ήταν όπως είναι η σκάφη, ξύλινη, λίγο βαθύτερη (σελ. 133).
  • Για τα παιδιά τής Βασιλικής Νημά: Σας ανήκει δίκαιος έπαινος που εκδώσατε τις αναμνήσεις τής τρισέβαστης μητέρας σας. Οι γονείς μας άφησαν σε μας τα παιδιά τους πολύτιμη παρακαταθήκη αγωνιστικότητας και ανθρωπιάς. Στάθηκαν για μας η «γέφυρα», από όπου πέρασε η δική μας ευδοκίμηση και προκοπή. Η μάνα σας είναι ένα λαμπρό υπόδειγμα Ελληνίδας Μάνας· ένα ιερό σύμβολο για όλους μας. Και εσείς, άξια αναστήματά της. Εύγε!

Ν.Κ.

Σχετικές δημοσιεύσεις