Ένα γεγονός που έλαβε χώρα στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας επέτεινε ορισμένους προβληματισμούς που έχω εδώ και καιρό. Αυτό ήταν ο θάνατος του «Τσάντλερ», δηλαδή του Αμερικανού ηθοποιού Mathew Perry που ενσάρκωνε τον συγκεκριμένο ρόλο στην- αγαπημένη για πάρα πολύ κόσμο και όχι μόνο στη χώρα μας- σειρά «Τα φιλαράκια».
Μια σειρά που παρ’ ότι ξεκίνησε το 1994 και έχει τελειώσει πριν 20 χρόνια- δηλαδή σε χαοτικά διαφορετικές με το σήμερα εποχές-εξακολουθεί να παίζεται και να έχει μεγάλο αριθμό θεατών. Το γεγονός αυτό πυροδότησε έναν σχεδόν ανηλεή «πόλεμο» στα σόσιαλ μίντια όπου οι πενθούντες για τον θάνατο του ηθοποιού δέχτηκαν την επίθεση όσων θεώρησαν την δημόσια εκδήλωση θλίψης από ηλίθια έως προκλητική δεδομένης της σύρραξης στην Παλαιστίνη και της ρευστής παγκόσμιας κατάστασης που αυτή επιφέρει.
Ξεκαθαρίζω πως δεν διατηρώ λογαριασμούς στο facebook και το Χ-πρώην twitter- άρα ό,τι έχω λάβει ως γνώση προκύπτει από την αναπαραγωγή των ειδήσεων και από όσα μου έδειξαν συγγενείς και φίλοι από τους προσωπικούς λογαριασμούς τους. Οφείλω να ομολογήσω ότι, ούτως ή άλλως, αντιμετωπίζω με σκεπτικισμό την «ανάγκη» του κόσμου να σπεύδει να πενθήσει μέσω «αναρτήσεων» και «ιστοριών». Δυσκολεύομαι να κατανοήσω την εσωτερική παρόρμηση που ωθεί τον οιονδήποτε στη δύσκολη ώρα του να διαθέσει χρόνο για σοσιαλμιντιακούς αποχαιρετισμούς και ενημερώσεις φίλων-εντός ή εκτός εισαγωγικών-και ακολούθων. Δυσκολεύομαι μεν την αποδέχομαι δε.
Το πένθος εξάλλου είναι μια προσωπική υπόθεση και ο καθείς το βιώνει με τον τρόπο του. Εφ όσον αυτός είναι ο επιλεγόμενος πρέπει να είναι απολύτως σεβαστός και όσοι ενοχλούνται είναι εν τέλει αυτοί που έχουν το πρόβλημα-ή τουλάχιστον δεν είναι λιγότερο προβληματικοί από όσους μέμφονται. Ναι αλλά, θα πει κάποιος, μπορεί να υπάρχει πένθος για κάποιον που δεν γνωρίζεις προσωπικά; Φυσικά! Όταν αυτός ο κάποιος έχει σημαδέψει τη ζωή σου, όταν έχει συνδεθεί με κομμάτια της ενηλικίωσής σου, όταν σε έχει συντροφεύσει σε προσωπικές στιγμές, φυσικά και μπορεί. Ένας τέτοιος θάνατος είναι η απώλεια ενός κομματιού της ζωής του καθενός, ένα «τέλος εποχής» μια –ακόμη- συνειδητοποίηση της θνητότητας και της ματαιότητας. Αφού πεθαίνουν οι «πλούσιοι και οι διάσημοι» πόσο μάλλον εμείς.
Η επίθεση και δη χυδαία λοιπόν στην προσωπική θλίψη μάλλον δεικνύει αφθονία συμπλεγμάτων και εσωτερικών δυσλειτουργιών του επιτιθέμενου. Κυρίως δε εφ’ όσον αυτές οι «επιδείξεις ανωτερότητας» εμπλέκουν εντελώς άσχετα μεταξύ τους θέματα. Τι θα πει αλήθεια «την ώρα που κόσμος πεθαίνει σε πολέμους»; Πότε άραγε δεν γινόταν αυτό; Σταμάτησε η ζωή να συνεχίζεται; Ή μήπως όσοι ενοχλούνται από τις εκδηλώσεις θλίψης για τον –κάθε- Τσάντλερ διατηρούνται μετά βίας στη ζωή και βιώνουν ένα διαρκές πένθος συνεπεία των παγκόσμιων αδικιών και ανισοτήτων; Εκτός και αν στην ελιτίστικη κοσμοθεώρησή τους ένα τέτοιο πένθος μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο αν αφορά κάποια εξέχουσα-κατά την προσωπική τους άποψη προσωπικότητα. Δεν δικαιολογείται δηλαδή να κλαίμε για τον Τσάντλερ αλλά δικαιολογείται για τον Φασιανό; (Τυχαία η επιλογή του ονόματος). Γι αυτό αναρωτιέμαι.
Όλη αυτή η τοξικότητα και το μίσος που με κάθε αφορμή έρχεται στην επιφάνεια και εκδηλώνεται με εκτόξευση προσβλητικών και μειωτικών χαρακτηρισμών, συχνά δε και απειλών, προς ανθρώπους που κατά πλειοψηφία δεν γνωρίζουν προσωπικά ενυπάρχει ως…δομικό κατασκευαστικό σφάλμα-λέγε με κακή ανατροφή- και απλώς είναι πρόδηλο τώρα που το διαδίκτυο δίνει φωνή στον κάθε «πονεμένο»; Οκ, έχει μελετηθεί αρκετά η ψυχοπαθολογία των κοινωνικών δικτύων και οι ναρκισσιστικές-και όχι μόνο-συμπεριφορές που αναδεικνύονται μέσα σε αυτά αλλά και πάλι δεν παύει να μου προκαλεί εντύπωση. Και μετά προβληματιζόμαστε για τα περιστατικά φυσικού bulling. Μα όταν το διαδικτυακό είναι πλέον κοινός τόπος το επόμενο στάδιο είναι απλώς αναμενόμενο.