Γράφει η Λένα Παπαντώνη
Είμαστε χώρα-και λαός-των παραδόσεων. Ή τουλάχιστον ήμασταν αλλά βαυκαλιζόμαστε πως εξακολουθούμε διότι κάπου αυτό ισχύει και κάπου το χάνουμε. Υπάρχουν πάντως σίγουρα ορισμένες που παραμένουν σταθερές, ως αξίες αναλλοίωτες στο χρόνο. Το «καυτό» Ελληνικό καλοκαίρι είναι μια από αυτές. Και ίσως αυτή που όχι απλά δεν φθίνει αλλά χρόνο το χρόνο γιγαντώνεται, θεριεύει. Οι Έλληνες συνηθίζουμε να το «καίμε» το καλοκαίρι. Στην καλή του εκδοχή στα πανηγύρια απανταχού-έστω με την σύγχρονη, αλλοιωμένη μορφή του…κυριλολούμπεν βλαχομπαρόκ.
Στην κακή του εκδοχή όπου υπάρχει διαθέσιμη φυσική καύσιμη ύλη. Κάπως έτσι έχουμε καταφέρει να αποψιλώσουμε σε μια 20ετία τη μισή σχεδόν χώρα. Το τραγικό είναι ότι όλο αυτό λειτουργεί εκνευριστικά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Διότι κάθε χρόνο, με το που πλησιάζει η εποχή των πυρκαγιών-με μια κυκλικότητα πιο συνεπή και από αυτή των μουσώνων σε άλλα μέρη του πλανήτη μας-αρχίζουν οι προβλέψεις. Που πάντα πέφτουν μέσα. Και που πάντα μας κάνουν να αναρωτιόμαστε «και γιατί στον κόρακα δεν κάνετε κάτι;»
Οι απαντήσεις εσχάτως είναι δεδομένες και συνοψίζονται στην εξής μία. Η κλιματική αλλαγή. Βρήκαμε τον αποδιοπομπαίο τράγο, του φορτώσαμε άρον άρον τις αμαρτίες ετών και τον αμολήσαμε στις ερημιές-που κάθε χρόνο φροντίζουμε να αυξάνουν σε έκταση. Ναι, ουδείς εχέφρων δύναται να αμφισβητήσει τις τρομακτικές συνέπειες που επιφέρει ο ασύστολος και ασύδοτος βιασμός του πλανήτη από το ον που επαίρεται για την ευφυΐα του αλλά σταθερά πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται. Το ερώτημα όμως παραμένει. Με δεδομένη την κατάσταση τι κάνουμε; Τους απλούς, αμέτοχους και ανήμπορους παρατηρητές που στωϊκά περιμένουν προσευχόμενοι να μην γίνει μεγάλο κακό; Διότι, συμπαθάτε με, αλλά η ίδρυση υπουργείων με βαρύγδουπους τίτλους, ο διαμοιρασμός οφιτσίων και ο διορισμός γραμματέων, συμβούλων και λοιπών παρατρεχάμενων δεν -φαίνεται να- αποτελεί τη λύση του προβλήματος.
Με το φτωχό μου το μυαλό και- όπως προεξοφλώ ότι θα κατηγορηθώ- με περίσσεια λαϊκίστικης διάθεσης έρχομαι να αναρωτηθώ αν στη χώρα που κάθε χρόνο μαστίζεται από καταστροφικές πυρκαγιές η προτεραιότητα έπρεπε να είναι η Πανεπιστημιακή Αστυνομία-ένα ανέκδοτο που εν τέλει κακοφόρμισε πιο γρήγορα και από μολυσμένη πληγή-και όχι οι δασοπυροσβέστες. Αν θεωρούμε λογικό να ακούγεται από επίσημα χείλη «150 πυροσβέστες επιχειρούν στα πύρινα μέτωπα» όταν τα τελευταία χρόνια η «προστασία» του-εκάστοτε- πρωθυπουργού στη ΔΕΘ απασχολούσε περί τις 7-8 χιλιάδες αστυνομικούς. Αν στη χώρα που κάθε χρόνο καίγεται από άκρου εις άκρον χρειάζεται πολύ σκέψη για να αντιληφθούμε ότι είναι προτιμότερο να επενδύσουμε στην αγορά εξελιγμένων εναέριων μέσων πυρόσβεσης, που μπορούν να επιχειρούν νυχθημερόν, από το να σκορπάμε αυτά τα χρήματα σε ενοικίαση. Αν είναι τόσο δύσκολο να εγκαταστήσουμε συστήματα πυρανίχνευσης σε καίρια σημεία υψηλής επικινδυνότητας. Αν είναι τόσο δύσκολο να δημιουργήσουμε έγκαιρα αντιπυρικές ζώνες, να συνεργαστούμε πιο στενά με ειδικούς-δασολόγους, πυροσβέστες κλπ- και να αναπτύξουμε μέσα πρόληψης. Αν είναι τόσο μεγάλο το έξοδο της πρόσληψης εποχικού προσωπικού επιφορτισμένου-με την αρωγή ειδικών- στην επίβλεψη περιοχών υψηλού κινδύνου. Αν η πολιτική απόφαση να φύγει η δασοπροστασία από τη δασική υπηρεσία και να περάσει στην Πυροσβεστική αποδείχτηκε εν τέλει ορθή. Αν εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι ένας δασοπυροσβέστης είναι το ίδιο με έναν πυροσβέστη εκπαιδευμένο να επιχειρεί σε πυρκαγιές εντός αστικού ιστού.
Δεν ξέρω, ρωτάω. Με το φτωχό μου το μυαλό. Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι ότι, ναι μεν η ανθρώπινη ζωή είναι ανεκτίμητη αλλά η κουλτούρα των εκκενώσεων δεν είναι ακριβώς πολιτική αντιμετώπιση για την οποία θα πρέπει να ζητωκραυγάζουμε. Διότι ο άνθρωπος δεν ορίζεται μονάχα από το ότι υπάρχει και αναπνέει αλλά και από το περιβάλλον του και από αυτά που δημιουργεί και κατέχει. Όταν αυτά καταστρέφονται η ανθρώπινη ζωή υποβαθμίζεται στον μέγιστο βαθμό. Οπότε το να το παρουσιάζουμε ως μεγάλη επιτυχία αγνοώντας τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που έχει στη ζωή αυτών των ανθρώπων το στρες που προκαλεί η βίαιη ανατροπή των δεδομένων αν μη τι άλλο
δείχνει έλλειμμα ενσυναίσθησης.
Όπως επίσης μαρτυρά ταυτόχρονα ελιτισμό και υποκρισία. Διότι σε τέτοιες καταστροφές ζωές χάνονται. Μπορεί να μην είναι ανθρώπινες αλλά είναι έμβιων όντων. Και όταν κάνεις σημαία τα βαριά πρόστιμα για κακοποιήσεις ζώων δεν μπορεί να δηλώνεις ανακουφισμένος επειδή «δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές». Αλλά-όπως λέει και μια ψυχή-αυτοί είμαστε. Προσκολλημένοι σε δυσλειτουργικές, ενίοτε νοσηρές, «παραδόσεις». Οι οποίες καιρός είναι να σπάσουν.